Πρόσωπα - Αφιερώματα

Θυμάμαι τον Ζαμπέτα

Spread the love

 

Πρώτα ήρθαν δύο φιάλες οξυγόνο για πάσχοντες στο αναπνευστικό. Μετά η ορχήστρα για να κάνει ήχο-φίλοι και μαθητές των δύσκολων ημερών των εξήντα και χρόνων, απ’ ό,τι έμαθα μετά. Και τέλος εκείνος. Με κίτρινο χαρτί κουζίνας πέριξ του κολάρου του πουκαμίσου, για να μη λερώνει- Κορλεόνε Σόφτεξ, υπομειδίασε. Η Αγαμοπαρέα  σ΄ ένα ξεχαρβαλωμένο λαχούρ σαλονάκι καπνίζει αρειμανίως.

-Σβήστε τα ρεεε…είπε ο Γιώργος Ζαμπέτας.

Σεβασμός στην κατάσταση του «ασθενή» και όλοι σβήνουμε κατά ριπάς τα τσιγάρα. Βάζει το χέρι αργά, τελετικά στην τσέπη του σακακιού, βγάζει, αυτός ο ασθμαίνων,  ένα σιέλ πακέτο Gauloises και λέει:
-Πολύ μάπες τα δικά σας. Αυτά είναι τσιγάρα – και μας κερνάει έναν έναν όλους.

Οκτώβριος 1991, Υψηλόν Βολτάζ στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν. Οι τελευταίες εμφανίσεις του Γιώργου Ζαμπέτα στην πόλη, δεν ξέρω να έπαιξε μετά στην Αθήνα αλλά ίσως να κάνω και λάθος. Ένας μύθος στο ενάμιση μέτρο-πώς να τον αφήσεις απ’ τα μάτια σου…..
Ποιά ήταν η Μπουρδού απ’ τα’ Αλγέρι και γιατί γούσταρε τον Αράπη;
Πού βρισκόταν τελικά ο Θανάσης;
Γιατί ο Φριτς άφησε την Κυρία στη ντιβανοκασέλα της και πήγε στην Τσιμπουκοστράσσε του Χασίσεμπουργκ;
Και την ίδια στιγμή, από την άλλη όψη του δίσκου (ναι, οι δίσκοι, όπως και το καθετί,  είχαν ακόμη τότε δύο όψεις), που πας χωρίς αγάπη; Ποιος έχει κάνει τα βουνά ψηλά σα να ναι κάστρα; Εκεί θα’ βρω της νιότης μου τα φίνα και ωραία.

Ο αίρων τις αμαρτίες, ο μαγκίτης που, ξεπερνώντας το στερεότυπο της φάρας του, πήρε πάνω του το ρόλο του κορυφαίου του χορού της Κωμωδίας, το βάρος του εμψυχωτή του γλεντιού με πλάγιο βλέμμα και  υπονόμευση, με βγάλσιμο της γλώσσας εντέλει. Δεν γράφω αγιογραφία αλλά ας απομακρυνθούμε από το κλισέ της ελληνικής ταινίας του Σαββατόβραδου, για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του τολμήματος για εκείνα τα περίκλειστα χρόνια. Ο Γιώργος Ζαμπέτας ήταν από μόνος του-ήταν μόνος με την Τέχνη του, εναντίον όλων. Κι όποιος θέλει να δει απτό αυτό το αίσθημα, ας ανατρέξει στη γυμνή φωτογραφία του κατά το ένοπλο 1948, στη σελίδα 105  του πιο προφορικού βιβλίου των τελευταίων χρόνων «Και η βρόχα έπιπτε στρειτ θρου –Βίος και πολιτεία Γιώργου Ζαμπέτα» της Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις Ντέφι. 
 
Τα πανκιά της δεκαετίας του 80 ωχριούν… Ο Γιώργος Ζαμπέτας εκμηδένιζε,  με το πλάγιο βλέμμα και την αίσθηση της ανατρεπτικότητας, τις αποστάσεις ανάμεσα στις μεγάλες αντιθέσεις του χρόνου και του χώρου του. Ένας Παναθηναικός που φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού για να φωτογραφηθεί, ένας μπουζουκτσής που δεν έγραφε τσιφτετέλια, ένας εμπειροτέχνης σωματικής μουσικής (σχολή ολόκληρη σαν ήχος και παίξιμο στ’ όργανό του) ανάμεσα σε  διανοούμενους στιχουργούς και συνθέτες, ένας λυρικός κανταδόρος που, σαν περφόρμερ, χλεύαζε παίρνοντας πάνω του το κόστος του κλεισίματος του ματιού.
 

Περπάτησα μέρα μεσημέρι για λίγο μαζί του, από το πάρκινγκ της Πλατείας Ελευθερίας ως την Αγίας Σοφίας και πάλι πίσω-με το γιό του Μιχάλη και τον Ανδρέα Ανδρικόπουλο-αλλού κι οι τρεις πια. Δυστυχώς δε μέτρησα τα πουκάμισα, τις γραβάτες, τα μαντήλια, που του δώριζαν οι καταστηματάρχες. Κι όταν αργότερα τον ρώτησα ποιος ήταν ο Θεοδόσης Άθας, ο εκ Καστοριάς Ελληνοαμερικανός στιχουργός του «Τζακ ‘Ο Χάρα», πώς γράφτηκε αυτό το αφηγηματικό blues χασάπικο και γιατί πέρασε απαρατήρητο, όταν βγήκε, η απάντηση ήταν Ζαμπετική- μότο ενός ολόκληρου βλέμματος: 
 
«Που να καταλάβουν τα μ…»
Πηγή: www.protagon.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ελπίδα Ατσίδη: “Με τον Φώτη Χατζηδιάκο για χρηστή ανθρωποκεντρική διοίκηση”
10407173_694836297277488_178531332991092873_n.jpg
Χρήστος Δάρρας, του Κώστα Χατζηαντωνίου
8 Απριλίου 2018: η μέρα που “η Πόρτα” μας έχασε τον Παυλίδη μας

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.