«Τόπος ιδιαίτερος δια τα σκότια βρέφη δεν υπήρχε, αλλ’ όταν εγεννώντο, οι συγγενείς αυτών τα εκρέμον δια νυκτός πεφυλαγμένα και τυλιγμένα ασφαλώς εις το κρικέλιον οποιασδήποτε θύρας, την οποίαν κτυπώντας, έφευγον. Εάν ήταν βαπτισμένα εκόλλων το όνομα εις τα σπάργανα, εάν ήταν αβάπτιστα, τα εβάσταζον οι παραλαμβάνοντες και μετά τα παρέδιδον εις τους παρά των Δημογερόντων ψηφιζομένους προς τούτο τρεις επιτρόπους. Οι επίτροποι τα έδιδον εις τροφούς, πληρώνοντας τα βυζαστικά και τα αναγκαία αυτών ενδύματα, αύται δε είχον χρέος δις του μηνός να τους τα φέρωσι δια να πληροφορούνται περι της υγείας των. Αυξανόμενα τα τέκνα έμβαινον εις υπηρεσίαν και εθεώρουν ως πατέρας των τους επιτρόπους. Ούτοι εφρόντιζον να τα διδάξσωσι τέχνην τινα και να τα υπανδεύσωσι, παρευρισκόμενοι εις τον γάμον των και φιλούντες- κατά την συνήθειαν- τον στέφανον. Πολλά υιοθετούντο υπό ατέκνων γυναικών, έαν όμως απέθνησκον πριν γεννήσωσι νόμιμα τέκνα, εκληρονομούντο παρά των επιτρόπων.
Τα νόθα είχον εισοδήματα τα αφιερώματα των χριστιανών, οσάκις δε ελάμβανον χρείαν μετρητών εδάνειζεν το Κοινόν χωρίς τόκον».
Όταν λειτούργησε το βρεφοκομείο, είχε το αναγκαίο προσωπικό και χρήματα από ειδικό ταμείο, που είχε αναλάβει την συντήρηση και την ανατροφή των νόθων παιδιών.
Πήγαιναν το βρέφος νύχτα μπροστά στο ίδρυμα, το απέθεταν στην εξώπορτα, τραβούσαν το σκοινί μιας μικρής καμπάνας και εξαφανίζονταν. Το προσωπικό ήταν υποχρεωμένο να παραλάβει το βρέφος και να το αναθρέψει ώσπου να βρεθεί κάποιος να το υιοθετήσει, ή να του διδάξει μια τέχνη για να ζήσει.
Κάθε χρόνο κατέληγαν στο ίδρυμα 50- 60 παιδιά και οι Χιώτες, που δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι όλα αυτά τα βρέφη ήταν δικά τους, ισχυρίζονταν ότι τα έστελναν και από άλλους τόπους.
Πάμε τώρα στους γάμους. Η διαδικασία ενός τούρκικου γάμου ήταν πολύ απλή. Ο γαμπρός συνόδευε τη νύφη στον καδή κι εκείνος, αφού διαπίστωνε ότι ο γάμος ήταν επιθυμία και των δύο, προχωρούσε σε εγγραφή σε ειδικό κιτάπι, το χοτζέτι. Αυτή την ευκολία, μας λέει ο Σουηδός ιεροκήρυκας Ένεμαν, εκμεταλλεύονταν πολλές χριστιανές και παντρεύονταν τούρκους.
«Έρχονται στη Χίο γυναίκες από άλλα νησιά», σημειώνει, «άλλες γιατί είναι δυσαρεστημένες από τον άντρα που τους δόθηκε ως σύζυγος και άλλες γιατί είναι ελαφρών ηθών, κι αφού τυλίξουν στα δίχτυα τους έναν τούρκο, πηγαίνουν στον μουχτασίπ και παντρεύονται με την καθιερωμένη διαδικασία. Ύστερα από την τέλεση του γάμου, κανένας χριστιανός δεν τολμά να καταγγείλει το γεγονός.
Η ελληνίδα σύζυγος μένει χριστιανή και πηγαίνει στην εκκλησία, χωρίς να εμποδίζεται από τον τούρκο άντρα της. Αποκλείεται μονάχα η εξομολόγηση, γιατί κανένας παπάς, ξέροντας ότι είναι γυναίκα τούρκου δεν τη δέχεται. Τα παιδιά τους γίνονται μουσουλμάνοι. Η ίδια η γυναίκα έχει το προνόμιο να φορά πράσινο μπούστο, πράγμα που απαγορεύεται στις ελληνίδες. Έτσι περνά τη ζωή της, αλλά όταν πεθάνει, κανείς δεν φροντίζει γι’ αυτή. Ούτε ο ιμάμης- αφού δεν είναι μουσουλμάνα, ούτε ο παπάς, αφού γέννησε τουρκόπαιδα για να μεγαλώσει τη μάντρα των αντίχρηστων. Δυο χασάπηδες, ή οι άνθρωποί τους, σέρνουν το κουφάρι της σε μια πλαγιά».
“Στην σκιά των αιώνων” είναι το τελευταίο βιβλίο της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Διόπτρα”.