Ο Γερμανός Φελίξ ταξιδεύει με γαλέρα και φθάνει κάποια στιγμή στον Χάνδακα, στην Κρήτη. Περιπέτειας συνέχεια, αφού δεν βρήκαν οι Γερμανοί ξενοδοχείο να τους φιλοξενήσει.
«Ψάξαμε για πανδοχείο, τίποτε. Υπήρχε μονάχα, και ντέπομαι που το λέω, ένα κακόφημο σπίτι που το διατηρούσε μια Γερμανίδα. Πήγαμε, λοιπόν, εκεί όλοι: επίσκοποι, παππάδες, μοναχοί και ευγενείς. Η ματρόνα έδιωξε τις γυναίκες, καθάρισε τις κάμαρες και έθεσε στη διάθεσή μας ολόκληρο το σπίτι. Ήταν μια γυναίκα με καλούς τρόπους, θεοφοβούμενη και πολύ εχέμυθη. Μας περιποιήθηκε πλουσιοπάροχα! Το δείπνο ήταν εξαίρετο, Ήπιαμε κρητικό κρασί που το λένε μαλβουαζία, φάγαμε άφθονα σταφύλια ώριμα, μαύρα και άσπρα».
(Μια παρένθεση για το κρασί: η Μαλβαζία ( malfaticum, vinum arvisium, malvasia, malvoise) ήταν κατά τον Μεσαίωνα το πιο περιζήτητο κρασί στην Ευρώπη. Οι μεγαλύτερες αμπελοκαλλιέργειες ευδοκιμούσαν στην ανατολική χερσόνησο της Λακωνίας, στην Κρήτη και στην Χίο. Η ονομασία Μαλβουαζίας προέρχεται κατ’ άλλους πό το Μονεμβασία και κατ’ άλλους από το Μελεζίβιο της Κρήτης. Στην Χίο το ονόμαζαν Αριούσιο, από μια αμπελόφυτη και πετρώση περιοχή του νησιού).
Συνεχίζει ο Φαμπέρ: «Ο Χάνδαξ είναι από τα ωραιότερα και πλουσιότερα λιμάνια, γεμάτο με κάθε λογής εμπορεύματα αξίας. Αλλά η σπεσιαλιτέ του τόπου είναι το κρασί που το λένε μαλβουαζία- ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο. Είναι πάμφθηνο κι έτσι μπορέσαμε να το απολαύσουμε. Σουρουπώνοντας μας κάλεσαν να γυρίσουμε στη γαλέρα. Ήμουν από τους πρώτους που ανέβηκαν στο καράβι κι αγνάντευα από την κουπαστή το λιμάνι. Αυτά που είδα θά’ πρεπε να μην τα γράψω για να διατηρήσω τη σοβαρότητα της ιστορίας μου. Αλλά, επειδή υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ανακατεύω σοβαρά και αστεία, πρέπει να κρατήσω το λόγο μου.
Είδα, λοιπόν, τους προσκυνητές να παραπατούν στο μουράγιο μεθυσμένοι από το κρητικό κρασί που είναι γλυκό και χτυπάει κατακούτελα. Έπρεπε να κατεβούν τα σκαλιά που οδηγούν στο μώλο και να μπουν στη βάρκα για να περάσουν στη γαλέρα. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν ,ούτε τα σκαλοπάτια να κατεβούν. Ένας απ’ αυτούς, φορτωμένος με δυο φλασκιά κρασί και ένα σακκί ζεστά ψωμιά, κουτρουβάλησε στις σκάλες, κύλισε στον μώλο και βρέθηκε μαζί με τα ψώνια του στη θάλασσα. Βούτηξαν οι ναύτες και τον έβγαλαν, αλλά τα καρβέλια πάνε.. ήταν ένας παπάς από τη Δαλματία πολύ γνωστός μου».
Αργότερα πηγαίνει στην Κύπρο, στην Πάφο. Από εκεί, υπάρχει μια καθυστέρηση στην αναχώρηση της γαλέρας για να παραλάβει δύο επισκόπους. Ο Φελίξ περιγράφει τον έναν:
«Ο επίσκοπος Πάφου ήταν ένας αγένειος νεανίας, με κοριτσίστικο πρόσωπο που συμπεριφερόταν σαν γυναίκα. Φορούσε ράσο από βαρύτιμο ύφασμα, χρυσοστόλιστο και με ουρά πίσω, σαν αυτή που έχουν τα γυναικεία φορέματα. Τα δάχτυλά του ήταν φορτωμένα με δαχτυλίδια και από τον λαιμό του κρεμόταν μια χρυσή καδένα».
Και ταξιδεύοντας, το δοιάκι της γαλέρας χαλά και ο καπετάνιος πιάνει Χάνδακα για να το φτιάξουν. Ο Φελίξ παρακολουθεί τον Κρητικό τεχνίτη: «Βρέθηκα σ’ενα καταπληκτικό θέαμα. Ο τεχνίτης έβγαλε το πανταλόνι του, φορτώθηκε σφυρί, τανάλια και καρφιά, βούτηξε στη θάλασσα, έφθασε στο σημείο που είχε καταστραφεί το τιμόνι και άρχισε να δουλεύει κάτω από το νερό βγάζοντας καρφιά και βάζοντας άλλα. Ύστερα από πολλή ώρα, αφού τέλειωσε τη δουλειά του, βγήκε στον αφρό κι ανέβηκε στη γαλέρα. Όλα αυτά τα είδα με τα μάτια μου. Αλλά, πώς αυτός ο άνθρωπος κρατούσε την αναπνοή του τόση ώρα μέσα στο νερό και πώς μπορούσε να χτυπά με το σφυρί τα καρφιά δεν το καταλαβαίνω. Ένα μονάχα ξέρω: ότι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να δαμάσει το νερό και τη φωτιά απαράλλακτα όπως τα άστρα δαμάζουν το μυαλό».
(συνεχίζεται…)
επικοινωνείστε: [email protected]
Στην σκιά των αιώνων” είναι το τελευταίο βιβλίο της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Διόπτρα”. Επίσης, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφορεί και το βιβλίο “Σαν στάχυα στο χρόνο”. Και τα δύο είναι μυθιστορήματα που βασίζονται σε ιστορικά στοιχεία μετά την έρευνα που έχει κάνει η συγγραφέας
SHARE