Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Το Ελληνικό Φεστιβάλ, ο κύριος Λούκος και… οι προηγούμενοι, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Το Ελληνικό Φεστιβάλ απασχόλησε τον δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια με επίκεντρο τον καλλιτεχνικό του διευθυντή. Πρόσφατα η διαμάχη κορυφώθηκε, με αφορμή ένα ερώτημα κακοδιαχείρισης και κατέληξε στο τέλος της δεκαετούς θητείας του κ. Λούκου. Σε όλο αυτό το διάστημα στήθηκεένα σκηνικό όπου οι εμμονές, οι προκαταλήψεις και η άγνοια περίσσευαν.

Από την μια μεριά εκείνοι που επιδίωκαν διακαώς την απομάκρυνση του κ. Λούκου. Η επίθεση τους ήταν κυρίως προσωποκεντρική. Και ελάχιστα  ασχολήθηκαν με την επίλυση των όποιων δυσλειτουργιών του Φεστιβάλ. Συνήθως αυτή η πολεμική υπέκρυπτε προσωπικές φιλοδοξίες ή πολιτικές σκοπιμότητες.

Από την άλλη μεριά εκείνοι που με θρησκευτική προσήλωση υπερασπίζονταν τον περιούσιο σωτήρα, κλείνοντας τ’ αυτιά τους σε κάθε είδους κριτική.

Αξιόλογοι καλλιτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων επανέρχονταν συχνά με την υπογραφή τους σε κείμενα που όμως είχαν μόνο συναισθηματική απόχρωση. Και καμιά συζήτηση δεν άνοιγαν για την ουσία των προβλημάτων.

Το έτος μηδέν. Σ’ αυτά τα κείμενα, αλλά και στις κατά καιρούς δηλώσεις του κ. Λούκου υπήρχε μόνιμα η αναφορά στους προηγούμενους. Οι οποίοι θεωρούνταν οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για τα όποια δεινά του Φεστιβάλ. Ακόμα και δέκα χρόνια μετά δεν σταμάτησε η αναφορά στην ευθύνη των προηγούμενων. Θέλοντας έτσι να υπερασπίσουν τη θεωρία του έτους μηδέν. Ότι δηλαδή το Φεστιβάλ πριν δεν υπήρχε και ξεκίνησε να υπάρχει με τη θητεία του κ. Λούκου. Ότι πριν επικρατούσε σκοτάδι και άγνοια και μετά ήρθε το φως και η γνώση. Αυτή η θεωρία όμως έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες και  τις παραδόσεις της δημοκρατίας. Το έτος μηδέν προϋποθέτει το αλάθητο σε αντιδιαστολή με το απόλυτα λαθεμένο. Και είναι μια αντίληψη που καλλιεργήθηκε σε εποχές που η δημοκρατία και η κριτική σκέψη απουσίαζαν.

Ο προηγούμενος. Η αιτία γι’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο προηγούμενος, που τόσο συχνά επικαλούνταν οι ασχολούμενοι με το Φεστιβάλ, είναι ο υπογράφων. Γιατί απλούστατα εγώ ήμουν εκείνος που παρέδωσε στον κ. Λούκο, όταν ανέλαβε την προεδρία του Φεστιβάλ τον Νοέμβριο του 2005. Επί δέκα χρόνια παρέμεινα σιωπηλός, αφήνοντας αναπάντητες ένα σωρό ανακρίβειες, όλες εκ προμελέτης. Πείστηκα από τη συμβουλή του κ. Έγκε («Μέτρα κατά της βίας», «Ιστορίες του κ. Κόυνερ», Μ. Μπρεχτ). Ότι είναι προτιμότερο να σιωπάς, όταν είναι βέβαιη η κατακραυγή, μόνο και μόνο επειδή μίλησες. Σε συνθήκες όπου οι βεβαιότητες είναι απόλυτες, η κριτική είναι ατύπως απαγορευμένη. Τώρα όμως και ο κ. Λούκος ανήκει στη χορεία των προηγούμενων.

Και πλέον θα κριθεί κι εκείνος σε παρελθόντα χρόνο. Ίσως τώρα λοιπόν να είναι πιο εποικοδομητική η παράθεση των πραγματικών δεδομένων.

Η καλλιτεχνική αντιπαράθεση. Δε θα υπεισέλθω στη καλλιτεχνική αντιπαράθεση, γιατί σε εποχές δημοκρατίας η καλλιτεχνική έκφραση είναι ελεύθερη.

Και ο καθένας μπορεί να κάνει τις επιλογές του. Είτε τεκμηριώνοντας με επάρκεια απόψεις, είτε υπερασπιζόμενος με φανατισμό προτιμήσεις. Ανήκω πάντως σ’ αυτούς που θεωρούν ότι η μεταμοντέρνα αποδόμηση στην τέχνη βρίσκεται σε οριστική παρακμή. Κι όσοι προσπαθούν να τη διατηρήσουν εν ζωή το μόνο που κάνουν είναι να την αντιπαραβάλλουν με ξεπερασμένες φόρμες παρελθουσών δεκαετιών. Χωρίς να μπορούν να διακρίνουν ότι και η μεταμοντέρνα αποδόμηση έχει παύσει προ πολλού να είναι καλλιτεχνικό ρεύμα αναζήτησης και το μόνο που κάνει πια είναι να επαναλαμβάνει κουραστικά τον εαυτό της.

Το μέλλον είναι μπροστά και θα δώσει τις δικές του λύσεις, προσπερνώντας τις μάταιες συζητήσεις της δικής μας εποχής. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Το θέμα μας είναι η λειτουργία της ανώνυμης εταιρίας «Ελληνικό Φεστιβάλ».

Πρώτα τα γεγονότα. Το 2004 η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ν.Δ. αποφασίζει ότι ο επόμενος πρόεδρος του Φεστιβάλ θα είναι ο κ. Λούκος. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους πραγματοποιείται γενική συνέλευση της Εταιρίας όπου προαλείφεται ο σχετικός διορισμός. Είμαι παρών με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή, θέση που κατείχα με σύμβαση από το 2001, μετά από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος και συνέντευξη αξιολόγησης από τριμελή επιτροπή  (γίνονταν και τέτοια τότε). Στην εν λόγω συνεδρίαση το αρμόδιο υπουργείο μάς ενημερώνει ότι ο νέος πρόεδρος θα αναλάβει από το επόμενο έτος, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων στο εξωτερικό. Τότε μου ζητούν να καταρτίσω το καλλιτεχνικό πρόγραμμα του 2005, καλύπτοντας προσωρινά τη θέση του  προέδρου. Η ανακοίνωση για τον κ. Λούκο γίνεται τον Απρίλιο του 2005. Σύντομα γνωριστήκαμε και του παραχώρησα γραφεία στο Φεστιβάλ, ώστε, μέχρι να αναλάβει, να εξοικειωθεί με τον οργανισμό και με τους εργαζόμενους. Καθήκοντα προέδρου τού ανετέθησαν επίσημα τον Νοέμβριο τού 2005 σε έκτακτη γενική συνέλευση της Εταιρίας. Αμέσως τού παρέδωσα με πρωτόκολλο όλα τα οικονομικά δεδομένα του Φεστιβάλ καθώς και λεπτομερή απολογισμό για τις παραστάσεις του καλοκαιριού, που μόλις είχαν ολοκληρωθεί (αριθμός εισιτηρίων, αναλυτικές εισπράξεις κλπ). Τον Ιανουάριο του 2006, σε μια πολύ φιλική συζήτηση, ο κ. Λούκος μου είπε ότι αποφάσισε τη διακοπή της συνεργασίας μας και ζήτησε να λυθεί η σύμβαση μου, ως γενικού διευθυντή. Έτσι αποχώρησα και έκτοτε, ως προηγούμενος, δεν ασχολήθηκα με τα τεκταινόμενα στο Φεστιβάλ.

Στο δια ταύτα. Όταν ανέκυψαν από το δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών αιτιάσεις κακοδιαχείρισης, ο κ. Λούκος απάντησε δυστυχώς με ένα   αυταπόδεικτο ψέμα. Ισχυρίστηκε ότι όλες οι εκχωρήσεις – από εταιρίες προς τράπεζες – έγιναν πριν εκείνος αναλάβει την προεδρία του Φεστιβάλ. Η αλήθεια είναι ότι πριν αναλάβει, όλες οι εκχωρήσεις εξοφλούνταν κανονικά προς τις τράπεζες όπως προβλέπει ο νόμος. Το θέμα της κακοδιαχείρισης ανέκυψε επί της θητείας του. Από το 2006 έως το 2008. Όλα αυτά είναι καταγραμμένα με κάθε λεπτομέρεια, στις εκθέσεις των ελεγκτικών αρχών.

Συνομολογούνται εξ άλλου και στο περιεχόμενο της αγωγής που κατέθεσε το ίδιο το Φεστιβάλ κατά των προμηθευτών. Ο κ. Λούκος κατέφυγε καθυστερημένα σε δικαστικές ενέργειες εναντίον των προμηθευτών και μόνον όταν κατάλαβε ότι με την υπογραφή του σε επιταγές και σε συμβάσεις είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Αυτά είναι τα γεγονότα και δυστυχώς δεν είναι πρώτη φορά που κάποιος για να αμυνθεί και να ξεφορτωθεί τα λάθη του, ρίχνει τις ευθύνες γενικώς και αορίστως στους προηγούμενους.

Μια προτροπή που δεν εισακούστηκε και ένα ψέμα που διαδόθηκε. Έγκριτος σχολιαστής, χωρίς να γνωρίζει τα γεγονότα, υπερασπίζεται τον κ. Λούκο, γράφοντας τα εξής: «Ο Λούκος δε θα χρειαζόταν, δεν θα επιτρεπόταν καν να ασχοληθεί με τα ζητήματα διαχείρισης για να καλείται τώρα να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη. Θα είχε τη φροντίδα του καλλιτεχνικού προγράμματος χωρίς να χρειάζεται να υπογράφει μέχρι και τις προμήθειες για χαρτί υγείας». Αυτή η άποψη είναι αρκετά διαδεδομένη. Κατασκευάστηκε με τον αδιόρατο τρόπο που κατασκευάζονται τα βολικά και εκ πρώτης όψεως ανώδυνα ψέματα. Η αλήθεια όμως είναι αντίστροφη. Όταν χώρισαν οι δρόμοι μας, τον Γενάρη του 2006, του έδωσα μια απλή συμβουλή που, αν την ακολουθούσε, θα είχε αποφύγει τα διαχειριστικά λάθη και τις ολιγωρίες που τον κατατρέχουν μέχρι σήμερα. Τότε λοιπόν, του είπα ότι θα έπρεπε αμέσως να βρει τον  αντικαταστάτη μου και να του εκχωρήσει όλες τις διαχειριστικές αρμοδιότητες της Εταιρίας, όπως προβλέπει ο νόμος. Μόνο τότε απερίσπαστος θα μπορούσε να εφαρμόσει τα όποια καλλιτεχνικά του σχέδια. Του εξήγησα ότι κατείχα τη θέση του γενικού διευθυντή έχοντας τα κατάλληλα προσόντα, τις γνώσεις και την εμπειρία. Είμαι οικονομολόγος, ενώ εκείνος δεν είναι. Και δεν είχε τη παραμικρή εξοικείωση με την ελληνική νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική.

Τελικά δεν με άκουσε. Κράτησε πεισματικά για τον εαυτό του τη θέση του γενικού διευθυντή, χωρίς να διαθέτει καν τα τυπικά προσόντα. Ο κ. Λούκος πίστεψε ότι το μάνατζμεντ και η διαχείριση ενός τόσο μεγάλου οργανισμού είναι μια απλή διαδικασία. Ότι επρόκειτο για απλές προσθαφαιρέσεις αριθμών.

Πολύ αργότερα, το 2010, όταν καθυστερημένα συνειδητοποίησε τις δυσκολίες, αναζήτησε οικονομικό σύμβουλο. Ήδη όμως είχε κάνει καίρια λάθη στην οργάνωση και τη διαχείριση του Φεστιβάλ. Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι όλα αυτά τα χρόνια, κανένας φίλος του ή υποστηρικτής του και κανένα διοικητικό συμβούλιο, από τα τόσα που συγκροτήθηκαν αυτά τα χρόνια, δεν τον παρότρυναν στη μόνη σωστή κίνηση που θα τον βοηθούσε να αποφύγει τις κακοτοπιές. Να προκηρύξει τη θέση του γενικού διευθυντή και να προσλάβει τον καλύτερο. Μια θέση που προβλέπεται θεσμικά στον ιδρυτικό νόμο του Φεστιβάλ και που, με δική του επιμονή, παραμένει κενή επί 10 χρόνια. Η θέση του γενικού διευθυντή είναι θέση ευθύνης, σε αντιδιαστολή με τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, η οποία επιτρέπει όνειρα και οράματα.

Και ορισμένα βολικά μυθεύματα. Οι λάτρεις του καλλιτεχνικού προγράμματος του κ. Λούκου, αλλά και ο ίδιος προσωπικά δημιούργησαν ορισμένους ακόμα μύθους για να υποστηρίξουν το έργο του:

• Ο πρώτος μύθος είναι ότι παρέλαβε καμένη γη. Δηλαδή ένα μεγάλο χρέος που με κόπο εξόφλησε στα επόμενα χρόνια. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Ο κ. Λούκος παρέλαβε έναν απολύτως υγιή οργανισμό, όπως προκύπτει κι απ’ το πρωτόκολλο παράδοσης (Νοέμβριος 2005). Κι αν κάποιος επιθυμεί να το διαπιστώσει δεν έχει παρά να ανατρέξει στα ντοκουμέντα. Τότε θα ανακάλυπτε επίσης (έκθεση των ελεγκτικών αρχών) ότι οι εισπράξεις το 2005 ανήλθαν σε 10.148.000 €, ενώ το αμέσως επόμενο έτος (πρώτο της θητείας του κ. Λούκου) ανήλθαν σε 6.665.000 €.

• Ο δεύτερος μύθος είναι ότι «ξεπάστρεψε» τους ατζέντηδες που κέρδιζαν εις βάρος του Φεστιβάλ. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Ο κ. Λούκος  συνεργάστηκε με πολλούς ατζέντηδες. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν έναν εκπρόσωπο για να διαπραγματεύεται και δεν το κάνουν οι ίδιοι. Και υπάρχουν παραδείγματα δικής του συνεργασίας και με Έλληνες ατζέντηδες. Αλλά είναι επίσης και μεγάλος μύθος να πιστεύουμε και να διαδίδουμε ότι όταν κλείνουμε συμφωνία με ατζέντη το κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο. Συνήθως ισχύει το αντίθετο. Γιατί όλα είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Τομέας που ήταν ένα από τα αδύναμα σημεία του κ. Λούκου.

• Ο τρίτος μύθος είναι ότι κατάφερνε λόγω των διεθνών του γνωριμιών να κλείνει τους καλλιτέχνες με χαμηλό κόστος και κατά συνέπεια οι παραστάσεις του Φεστιβάλ επί θητείας του κόστιζαν λιγότερο. Η αλήθεια βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Οι περισσότερες παραγωγές της θητείας του κ. Λούκου ήταν κατά πολύ ακριβότερες απ’ ότι στο παρελθόν. Δύο παραδείγματα είναι αρκετά για του λόγου το αληθές. Η παράσταση του Βασίλιεφ, σε συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, κόστισε σχεδόν 1.500.000 €, ενώ οι προηγούμενοι τού είχαν παραδώσει το 2005 έτοιμη σύμβαση με τον ίδιο σκηνοθέτη αξίας 60.000 €για να ανεβάσει το έργο «Μότζαρτ-Σαλιέρι» με τον θίασο του. Την οποία και ακύρωσε. Επίσης οι προηγούμενοι τού είχαν παραδώσει σύμβαση για την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή αξίας 250.000 € και τελικά η ίδια παραγωγή στοίχισε πάνω από τα διπλά.

Επίλογος. Σεβαστή η άποψη όσων πιστεύουν στο καλλιτεχνικό έργο του κ. Λούκου (άσχετα αν προσωπικά διαφωνώ). Μόνο που ένας πολιτιστικός  οργανισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από το καλλιτεχνικό του προφίλ, αλλά και από την εύρυθμη και αποτελεσματική του λειτουργία. Όταν παρέλαβε το Φεστιβάλ το 2005, παρέλαβε ταυτόχρονα μια εξαιρετική ομάδα συνεργατών που όλοι γνώριζαν σε βάθος το αντικείμενο τους και είχαν επιδείξει εξαιρετική αποτελεσματικότητα. Συνεργάτες με πολύ σημαντικές διεθνείς σχέσεις και παγκόσμια αναγνώριση. Σταδιακά, μέσα σε τρία χρόνια η ομάδα αυτή αποκαθηλώθηκε από τον ίδιο. Γιατί ο εγωισμός του απαγόρευε τη συνεργασία με ισάξιους ή και καλύτερους. Κι έτσι το Φεστιβάλ απέκτησε οργανωτικά και διαχειριστικά προβλήματα. Στη χώρα μας αναθέτουμε με ευκολία σ’ έναν καλλιτέχνη τη διοίκηση ενός πολιτιστικού οργανισμού. Επειδή αφελώς ταυτίζουμε την καλλιτεχνική με την διοικητική επάρκεια. Κι αυτό γιατί υποτιμούμε βαθύτατα το μάνατζμεντ ως αυτοτελή εργασία. Αυτή η εμμονή μας είναι και η βασική αιτία για τα οργανωτικά, διοικητικά και διαχειριστικά προβλήματα που τόσο συχνά έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν σε πολιτιστικούς οργανισμούς. Και που φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και στο μέλλον, όσο αυτή η αντίληψη δεν θα αλλάζει.

Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στις 4/1/2016

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

iPorta.gr 

 

SHARE
RELATED POSTS
Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 6η σελίδα – Νοέμβριος 2016, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Οι δυσκολίες της αντιπολίτευσης, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Ανεπίκαιρα άρθρο 5ο: ο πόλεμος μαίνεται σε καιρό ειρήνης, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.