Τετάρτη βράδυ κατά τις 1:30, κι ενώ είχαμε περατώσει με την Μάριον και τον σκηνοθέτη Angelo την κατανομή των ρόλων στο ντοκιμαντέρ που έχουμε ήδη αρχίσει να ετοιμάζουμε, αποχωρούντος του Angelo – και καθότι ο ύπνος είχε πλέον πάει «περίπατο» – την άραξα στον καναπέ όπου πατώντας το πλήκτρο στο τηλεχειριστήριο με «έβγαλε» σε Ελληνικό κανάλι και συγκεκριμένα στο ΕΡΤΝΕWS όπου εκείνη τη στιγμή προβάλλονταν σε επανάληψη τα προγράμματα της ημέρας που είχε παρέλθει. Ευκαιρία είναι, είπα, να δω και τα νέα «επιτεύγματα» της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, εφόσον των υπολοίπων Ελληνικών κομμάτων μέσες-άκρες μου ήσαν γνωστά. Κι ενώ τελείωσε η επισκόπηση των γεγονότων από το Euronews, ακολούθησε ένα ντοκιμαντέρ από τις εμπόλεμες χώρες Ισραήλ και Λίβανο, παραγωγής των απεσταλμένων της ΕΡΤ Αλεξίας Καλαϊτζή, Γιώργου Σιδέρη και Κωστή Κωνσταντίνου με τίτλο: «1 ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ-Η ΚΟΛΑΣΗ». Αν και το ντοκιμαντέρ ήταν διάρκειας κάτι περισσότερο από 30 λεπτά, προσωπικώς εμένα μου αφαιρέθηκαν από τη ζωή μου 30 χρόνια, χωρίς υπερβολή. Είναι άλλη η εικόνα η οποία μεταδίδεται από τα Δελτία ειδήσεων και άλλη όπως αυτή που καταγράφεται από την έρευνα και το ρεπορτάζ των απεσταλμένων δημοσιογράφων. Και, σαν να μη έφθανε αυτό, ήρθε να προστεθεί στο ντοκιμαντέρ και η ομολογία ενός Ισραηλινού φωτογράφου ο οποίος με ψυχραιμία περιέγραφε τις εικόνες οι οποίες διαδραματίζονται ακριβώς δίπλα από τα μέτωπα των μαχών, «Αυτή είναι η δουλειά μου» είπε, καθότι οι δημοσιογράφοι ευρίσκονται πολύ πίσω από αυτά, λαμβάνοντες όσον το δυνατόν τις βασικές και προβλεπόμενες προφυλάξεις.
Το πρωί της Πέμπτης 10/ 10 κι έχοντας ακόμη στο μυαλό μου τις σκηνές που παρακολούθησα στο εν λόγω ντοκιμαντέρ: πτώματα σπαρμένα κατά γης, λιγοστές γυναίκες με τις μαντήλες τους κουρελιασμένες να κλαίνε τους σκοτωμένους άνδρες τους πεσμένες επάνω τους και μοιρολογώντας τους, κάποιοι τεράστιοι εκσκαφείς με ερπύστριες να προσπαθούν να μετακομίσουν τόνους χαλασμάτων από τα βομβαρδισμένα κτήρια, κάποια μικρά παιδιά να είναι ξυπόλυτα και σαστισμένα περιπλανώμενα μέσα στη σκόνη και τον μπουχό που ακόμα αναδυόταν, ξεκίνησα για τη δουλειά μου. Κάνα δυο τετράγωνα παρακάτω ακούω χαρούμενες φωνές παιδιών που πήγαιναν για το σχολείο τους. Τους σήκωσα το χέρι ως μια ένδειξη «Καλημέρα», αλλά με τον αυθορμητισμό που με διακρίνει – εάν ήμουν στην Ελλάδα αυτό μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως αγένεια – έγνεψα σε μερικά να τα ρωτήσω κάτι: Πώς φαντάζεσθε τον πόλεμο που διεξάγεται εκεί στη Μέση Ανατολή, λεβέντες μου; Πρόθυμος ο Acilio μου απαντά: «Δυο λαοί πολεμούν κρυβόμενοι πίσω από ένα τεράστιο τείχος πετώντας μπόμπες ο ένας στον άλλο μέχρι να κουραστούν και έως ότου τα πυρομαχικά τους τελειώσουν, εκτός πια και τους εφοδιάσουν τα εργοστάσια όπλων με καινούργια οπότε θα συνεχίσουν, άγνωστο για πόσο καιρό ακόμη»!
Ακολουθώντας την δεξιά λωρίδα του δρόμου και με ταχύτητα τόση όση το αυτοκίνητο ρεγουλάριζε, έκανα σκέψεις σαν κι αυτές: εάν συναντήσω στον δρόμο μου πρόσφυγα, θα σταματήσω να τον ρωτήσω από ποιον πόλεμο έχει ξεφύγει και γλύτωσε τον θάνατο. Από όποιον πάντως κι αν έχει ξεφύγει, είμαι διατεθειμένος να ψάξω στα μαλλιά του γιατί είμαι σίγουρος ότι ακόμα κομμάτια από σπασμένα τζάμια θα πρέπει να βρίσκονται καρφωμένα εκεί χωρίς αυτόν να τον νοιάζουν και τόσο. Ακόμη είμαι βέβαιος ότι στα κουρελιασμένα ρούχα του πρέπει να είναι ξερά κολλημένα αίματα τα οποία πετάχτηκαν από τις κομμένες αρτηρίες κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά γι αυτόν μέσα στην αντάρα του πολέμου από την οποία ξεγλύστρισε, παρανυχίδα τα θεωρεί.
Επιταχύνοντας για την εργασία μου και φθάνοντας στον αύλειο χώρο του studio βάζω το αυτοκίνητο κάτω από το σκέπαστρο και προχωρώντας προς την είσοδο σκέπτομαι: Τι κάθομαι και ερωτώ τους δυστυχείς, αφού από γεννησιμιού τους τις ίδιες ή και χειρότερες καταστάσεις βιώνουν, σε μια Ευρώπη η οποία είναι όχι απλώς άβουλη και χρονοβόρος όσον αφορά στην λήψη αποφάσεων αλλά και ανίκανη να επιβάλλει αυτό για το οποίο έχει υποχρέωση: Την άμεση παύση των εχθροπραξιών και αυτό μπορεί να το επιτύχει με το να μη σιγοντάρει με τα οπλοστάσιά της τους λαούς που φλέγονται γεμίζοντας τα πουγκιά και τις αποθήκες της με δυσθεώρητα ύψη κερδών.