Ο Σπύρος Ρούσσος είναι δημοσιογράφος – μέλος στο ΚΕ.Μ.Ε (Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος)
Η Ελλάδα του 2024 βιώνει μια σκληρή πραγματικότητα: η βία μεταξύ ανηλίκων βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα, με σοβαρά περιστατικά να σημειώνονται καθημερινά σε σχολεία, δρόμους και γειτονιές. Η βία μεταξύ ανηλίκων πλέον αποτελεί καθημερινό φαινόμενο, με ξυλοδαρμούς, επιθέσεις και μαχαιρώματα να διαδραματίζονται όχι μόνο στις υποβαθμισμένες γειτονιές, αλλά και σε σχολεία και πλατείες κάθε πόλης της χώρας. Η νεανική βία δεν είναι απλά ένα στατιστικό στοιχείο· είναι μια γροθιά στο στομάχι της κοινωνίας, αποκαλύπτοντας την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και την αποτυχία βασικών θεσμών να προστατέψουν τα παιδιά. Οι νέοι φαίνεται να διοχετεύουν την απογοήτευσή τους σε βίαιες συμπεριφορές, με τις αιτίες να είναι πολυδιάστατες. Η επιρροή του διαδικτύου και των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι ανήλικοι διατηρούν προφίλ, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οι πλατφόρμες αυτές, συχνά χωρίς ουσιαστική επίβλεψη, προβάλλουν πρότυπα βίας και προσφέρουν έναν χώρο όπου η επιθετικότητα γίνεται αποδεκτή ή ακόμη και επιβραβεύεται.
Σε συνδυασμό με την αδιαφορία πολλών οικογενειών και τη γενικότερη κοινωνική πίεση, οι νέοι βρίσκονται να αντιμετωπίζουν μια σκληρή, αδιέξοδη καθημερινότητα. Η βία, λοιπόν, γίνεται για κάποιους ένας τρόπος να αποκτήσουν αναγνώριση και δύναμη, σε μια κοινωνία που τους προσφέρει λίγες προοπτικές και λιγότερη καθοδήγηση.
Η έκρηξη της βίας
Τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων έχουν αυξηθεί ραγδαία. Μαθητές λυκείου αλλά και γυμνασίου εμπλέκονται σε βιαιοπραγίες, με συχνά θύματα συνομήλικους τους, αλλά και ανυποψίαστους περαστικούς. Οι συμμορίες ανηλίκων, οι οποίες κυριαρχούν στους δρόμους και στα σχολεία, χρησιμοποιούν βία για να επιβληθούν, να λύσουν διαφορές ή απλά να εκτονώσουν την οργή και την αβεβαιότητα που κουβαλούν. Παιδιά μόλις 13 ή 14 ετών εμπλέκονται σε βίαιους ξυλοδαρμούς, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των πράξεών τους, και οι εμπειρίες αυτές αφήνουν ανεξίτηλα τραύματα, όχι μόνο στα ίδια τα παιδιά, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον τους. Η βία αυτή δεν είναι απλώς προϊόν “ανυπακοής” ή “νεανικής εξέγερσης.” Είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να προσφέρει ελπίδα στους νέους, τους οποίους περιθωριοποιεί και παραμελεί. Η βία γίνεται το τελευταίο καταφύγιο τους, η γλώσσα με την οποία επικοινωνούν την απογοήτευση και την απόγνωση που αισθάνονται.
Η αδιαφορία των οικογενειών
Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η διάλυση του θεσμού της οικογένειας. Πολλές οικογένειες, αντιμέτωπες με οικονομικές δυσκολίες, ψυχολογικά προβλήματα και κοινωνική πίεση, αδυνατούν να προσφέρουν την αναγκαία καθοδήγηση και υποστήριξη στα παιδιά τους. Οι γονείς, εγκλωβισμένοι στις δικές τους δυσκολίες, συχνά παραβλέπουν τα σημάδια της βίας που εμφανίζονται στα παιδιά τους. Η έλλειψη επικοινωνίας, η απουσία ορίων και η αδυναμία να επιβληθεί ένας υγιής διάλογος ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά δημιουργεί το τέλειο υπόβαθρο για την ανάπτυξη βίαιων συμπεριφορών. Αντί να ενισχύονται από την οικογενειακή αγάπη και φροντίδα, πολλά παιδιά βρίσκονται απομονωμένα, χωρίς συναισθηματική υποστήριξη, ενώ ο θυμός και η απογοήτευση τους οδηγούν σε επικίνδυνες επιλογές. Αυτή η αδιαφορία των γονέων δεν είναι πάντοτε εσκεμμένη· πολλές φορές, είναι αποτέλεσμα της πίεσης που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν σε μια οικονομικά εξουθενωμένη κοινωνία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: τα παιδιά γίνονται ανυπεράσπιστα θύματα του δικού τους θυμού, ενώ η βία γίνεται μέσο επιβίωσης.
Σχολεία που αποτυγχάνουν
Εξίσου σοβαρό είναι το πρόβλημα στα σχολεία. Τα ελληνικά σχολεία, τα οποία κάποτε θεωρούνταν ασφαλή καταφύγια για τους μαθητές, έχουν μετατραπεί σε πεδία συγκρούσεων και βίας. Δάσκαλοι και καθηγητές, χωρίς επαρκή εκπαίδευση για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, παρακολουθούν αβοήθητοι την κλιμάκωση της βίας. Σχολικοί καυγάδες, που κάποτε περιορίζονταν σε λεκτικές αντεγκλήσεις, τώρα καταλήγουν σε αιματηρές συμπλοκές. Αυτό που είναι ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι πολλοί εκπαιδευτικοί επιλέγουν να αγνοήσουν το πρόβλημα, είτε λόγω φόβου είτε επειδή αισθάνονται ανίσχυροι να το αντιμετωπίσουν. Οι σχολικές αρχές συχνά επιλέγουν να “κουκουλώσουν” περιστατικά βίας, φοβούμενες την αρνητική δημοσιότητα ή την αντιπαράθεση με τους γονείς. Αυτό το περιβάλλον σιωπής και αδιαφορίας αφήνει τους μαθητές απροστάτευτους, ενώ η βία γίνεται πλέον μια αποδεκτή πραγματικότητα.
Το μέλλον είναι ζοφερό
Η σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Ελλάδα του 2024 είναι ότι η βία των ανηλίκων δεν είναι απλά ένα μεμονωμένο φαινόμενο· είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης κοινωνικής κρίσης. Αν η κοινωνία μας συνεχίσει να κλείνει τα μάτια, η κατάσταση θα χειροτερέψει. Τα παιδιά που σήμερα εμπλέκονται σε πράξεις βίας, αύριο θα γίνουν ενήλικες που θα συνεχίσουν αυτή τη βίαιη κληρονομιά, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο εγκληματικότητας. Είναι απαραίτητο να ληφθούν άμεσα μέτρα. Τα σχολεία πρέπει να ενισχυθούν με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, οι οικογένειες πρέπει να υποστηριχθούν με προγράμματα συμβουλευτικής, και το κράτος οφείλει να επενδύσει στην ενίσχυση των κοινωνικών δομών. Η αδιαφορία δεν είναι επιλογή· είναι συνταγή για καταστροφή.