Φόρος τιμής στη Μεγαλόνησο (Κρήτη) και τα παλικάρια της η σημερινή ανάρτηση.
«Αυτή η φλόγα π’ άναψε μέσα εδώ στη κρύπτη
κι απάκρου σ’ άκρο φώτισε τη δοξασμένη Κρήτη,
ήτανε φλόγα Θεού μέσα εις την οποία
Κρήτες ολοκαυτώθηκαν για την Ελευθερία»,
ανακοινώνει περήφανα η επιγραφή που υπάρχει ακόμη στην μπαρουταποθήκη της μονής, καλώντας μας να τιμήσουμε με ανάλογες πράξεις
την προσφορά εκείνων τον Νοέμβριο του 1866.
Να πώς έγινε :
Η κακοδιοίκηση και η καταπίεση της τουρκικής διοίκησης ανάγκασε την Παγκρήτια Συνέλευση που συνήλθε στα Χανιά να αποστείλει τον
Μάϊο του 1866 μια αναφορά στον Σουλτάνο με μια σειρά αιτημάτων:
-βελτίωση του φορολογικού συστήματος,
-σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας,
-αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του
– λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Παράλληλα, εστάλη μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσαν να
ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου».
Στη συγκέντρωση αυτή συμμετείχε και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, η οποία ήταν το επαναστατικό κέντρο της
περιοχής Ρεθύμνης.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αδιαφόρησαν, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ουδετερότητα και δεν πήρε ανοιχτά το μέρος των επαναστατών.
Μόνο η Ρωσία κινήθηκε δραστήρια, χάρη στους υποπροξένους της στο νησί Ιωάννη Μιτσοτάκη και Σπυρίδωνα Δενδρινό.
Χωρίς ουσιαστική βοήθεια, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου
1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο
στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο.
Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Ο Σουλτάνος θορυβήθηκε και έστειλε στις 30 Αυγούστου τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, ο οποίος είχε καταπνίξει την επανάσταση στα 1821, με
εντολή να την καταστείλει.
Ο πασάς προσπάθησε κατ’ αρχήν να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν αυτοί
αρνήθηκαν, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την κατάπνιξη της επανάστασης.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Χανίων και στη συνέχεια στράφηκε προς το
Ρέθυμνο και τη Μονή Αρκαδίου – έδρα, όπως είπαμε, της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθήκη πολεμοφοδίων και τροφίμων, καθώς
και καταφύγιο πολλών χριστιανών.
Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου με 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους,
Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό.
Στη Μονή βρίσκονταν 966 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 250 μπορούσαν να πολεμήσουν, 49 ήταν μοναχοί και οι υπόλοιποι
γυναικόπαιδα, που απλά, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το μοναστήρι.
Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου ήταν ο Πελοποννήσιος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ.
Οι προτάσεις για παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους που απάντησαν «ο όρκος και το σύνθημά μας είναι η ένωση της
Κρήτης μετά της Ελλάδος ή ο θάνατος και πλέον τούτου δεν θέλομεν να ακούσωμεν τίποτε
άλλο» και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες.
Η παράδοση θέλει να βρέχει καταρρακτωδώς εκείνο το βράδυ, κάνοντας αδύνατη την προσπέλαση άλλων ελληνικών μονάδων που
θέλησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις λιγοστές των πολιορκημένων.
Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις
και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο.
Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές
του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Ή ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή ο δάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλάς,
ή ο ράφτης Δράκος Ντελής την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς.
Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα
ιερά κειμήλια.
Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ
αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα.
Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης.
Η Κρητική Επανάσταση, αν και με προβλήματα συνεχίστηκε χωρίς να μπορέσει ο Σουλτάνος να καθυποτάξει τους Κρήτες.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1868, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο», ένα είδος
Συντάγματος δηλαδή, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί.
Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα αργούσε πολύ ακόμη.
* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr