Φωτογραφία τραβηγμένη το καλοκαίρι του 2010. Τι να κάνει άραγε αυτή η Στέλλα, τι να κάνει κι εκείνος που (τότε δήλωνε ότι) την αγαπούσε πάρα πολύ. Πόσοι έρωτες, πόσες αγάπες, πόσες μικρούλες, τόσες δα ιστορίες. Χρησίμεψε κάπου αυτή η αγάπη του; Άγγιξε καθόλου τη Στέλλα; Βρέθηκε τελικά κοντά της ο κεκαυμένος από την αγάπη; Έχει δουλειά σήμερα; Εκείνη; Μήπως εκείνη παντρεύτηκε (στο τρίτο έτος του Παν/μίου) κι έκανε κιόλας και παιδί (παιδιά); Αυτό το σύνθημα σημάδεψε, άραγε, μια αρχή, μια μέση, ένα τέλος ή τίποτε από αυτά;
Μήπως ουδέποτε η Στέλλα έριξε του καημένου του συνθηματία ένα χαμόγελο υποσχετικό; Μήπως γι’ αυτό της έκλεισε ένα ραντεβού σ’ αυτό το πάρκο; Για να την θαμπώσει με τη δήλωσή του; Μήπως εκείνη το έβαλε στα πόδια όταν είδε το όνομά της σε τόσο περίοπτη θέση; Μήπως φώναξε τρομαγμένη: «Κι αν το δει ο πατέρας μου;» Ή, αντίθετα, για καλή του τύχη, εδέησε και χαμόγελο να του ρίξει και φιλί πολλά υποσχετικό να του δωρίσει;
Πού να ζει τώρα αυτή η Στέλλα κι αυτός ο τύπος που τόσο (κατά δήλωσή του) την αγάπησε; Πόσο να υποφέρουν μ’ αυτά που υποφέρουμε κι εμείς; Πόσο υψώνουν τη γροθιά ενάντια στον βρώμικο, βάρβαρο καιρό; Πόσο οι λίγες ή πολλές στιγμές που έζησαν μαζί πήγαν ένα βήμα πιο μπροστά τη ζωή τους; Το ξέχασαν το 2010; Το θυμούνται; Πώς και γιατί το θυμούνται;
Πόσο όμορφη, πόσο άσκημη, πόσο ομορφάσχημη είναι η ζωή που συνεχίζει να κινείται εκεί έξω, τάχα μακριά από εμάς, κουραστικά επαναλαμβάνοντας σε βαρετές ιστορίες τα καθημερινά μας ζόρια, τις δια βίου έγνοιες μας, και τους αθεράπευτους καημούς της βιασμένης χώρας…
Και πόσο, αλήθεια, θέλεις κάποιες φορές να τινάξεις από πάνω σου όλο αυτό το φορτίο της ομορφασχήμιας, που κομμάτι της είσαι, και να το βάλεις στα πόδια! Αχ! Στέλλα! Αχ! κι εσύ που την αγάπησες!
Άρης Μαραγκόπουλος