Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αρχίζει να φαίνεται στο βάθος. Μια ονειρική εικόνα, έξω από κάθε φαντασία. Ο γιατρός Ηλίας Αλεξόπουλος ατενίζει από το κατάστρωμα την πόλη που απλώνεται σαν ανοιχτή αγκαλιά από την κορυφή ενός λόφου και κατηφορίζει προς την θάλασσα, περικυκλωμένη από ψηλά τείχη. Κάστρα στα ψηλά, μιναρέδες και καμπαναριά ανακατεμένα, κόκκινες στέγες και ψηλά κυπαρίσσια, ένα σωρό καράβια και ένα πλήθος ανθρώπων που, όσο πλησιάζουν, γίνεται πολύχρωμο και πολύβουο. Ένας οργασμός κατασκευής κτηρίων στην παραλιακή οδό τον εντυπωσιάζει.
Έχει πάρει αρκετές πληροφορίες από τον καπετάνιο, αλλά η πραγματικότητα τον αφήνει άναυδο. Μια πρωτόγνωρη χαρά ξυπνάει μέσα του. Τον περιμένει ένας κόσμος που δεν έχει δει όμοιό του, ούτε μπορούσε να τον φανταστεί.
Ο καπετάνιος τον συμβουλεύει να βρει πρώτα ένα ξενοδοχείο και αμέσως μετά να φροντίσει να συναντήσει τον Έλληνα Πρόξενο. Χρειάζεται διαμονητήριο, γιατί είναι Ρουμ, δηλαδή Έλληνας από το Γιουνανιστάν, την ελεύθερη Ελλάδα, και όχι τουρκικής υπηκοότητας, όπως οι σκλαβωμένοι συμπατριώτες του, που τους αποκαλούν γκιαούρηδες. Οι διπλωματούχοι γιατροί είναι ελάχιστοι, τα προνόμιά τους πολλά- δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να δουλέψει. Η ελονοσία είναι μια σίγουρη απασχόληση, αφού ποτέ δεν εγκαταλείπει την όμορφη πόλη, τη Σαλονίκη, όπως τη λένε όλοι.
Ευχαριστεί τον καπετάνιο για όλες τις εξυπηρετήσεις που του παρείχε στη διάρκεια του ταξιδιού και δύο ναύτες κατεβάζουν το μπαούλο του, αφού παίρνουν ένα γενναίο φιλοδώρημα. Πατώντας τα πόδια του στις γρανιτένιες μεγάλες πλάκες της παραλίας, τον υποδέχονται οι φωνές ενός πολύχρωμου τσούρμου, που προσπαθεί να κερδίσει κάτι, οδηγώντας τον κάπου να κοιμηθεί. Διαλέγει έναν νεαρό με γελαστό πρόσωπο και του λέει να πάνε σε ένα καλό ξενοδοχείο, όσο πιο κοντά γίνεται.
Διασχίζουν τον παραλιακό δρόμο και παίρνουν έναν άλλο, φαρδύ, στρωμένο με κυβόλιθους, τη Σαμπρή Πασά
[1], για να τον αφήσουν μετά από κάμποσα μέτρα και να κάνουν αριστερά, στην οδό Φράγκων. Το μεγαλύτερο παιδί τού εξηγεί:
Ο Ηλίας κράτησε την πληροφορία. Θα ρωτούσε τον Πρόξενο γι’ αυτή τη λέσχη, όπως και για πολλά άλλα που τον απασχολούσαν. Σε λίγα λεπτά έφθασαν σε ένα λαμπρό κτήριο, το ξενοδοχείο «Πασσάζ Οριεντάλ». Τα παιδιά περίμεναν νεύμα του. Να σταματήσουν ή να συνεχίσουν; Ο Ηλίας τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Τα παιδιά σήκωσαν το μπαούλο και μπήκαν στο ξενοδοχείο.