Πόρτα στην Ιστορία

Δημαρχιακές κόντρες στα 1874 στην Ερμούπολη

Spread the love

Αυτό είναι το τελευταίο αφιέρωμα για τη Σύρο. Το κατά πόσο υπάρχουν διαφορές ή ομοιότητες με το παρόν, το αφήνω στη διακριτική σας ευχέρεια.

Οι χρονιές 1874/1875, χρονιές κρίσης του ελλαδικού πολιτικού συστήματος, ταυτίζονται χρονολογικά με την ανακοπή της αναπτυξιακής τάσης της ελληνικής βιομηχανίας, μέρος της οποίας ήταν και η ερμουπολίτικη.


Το πρώτο δεκαήμερο του 1874, στις 4 Ιανουαρίου 1874, διεξήχθησαν οι δημοτικές, με τις οποίες θα ασχοληθούμε. Οι ελλαδικοί δήμοι αποτελούσαν από την εποχή του Όθωνα διευρυμένες περιφέρειες που κάλυπταν εκτός από τον οικιστικό χώρο μιας πόλης και τις γύρω περιοχές, όπως περίπου συμβαίνει σήμερα με τους λεγόμενους καποδιστριακούς.

Ένα ανυπόγραφο πολιτικό φυλλάδιο με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1874 μας εντάσσει κατευθείαν στο τοπικό πολιτικό κλίμα της εποχής. Ο άγνωστος δημοσιογράφος υπερασπίζει ως τρίτος το πρόσωπο του μόλις εκλεχθέντα δημάρχου Βαφιαδάκη που είχε δεχθεί σφοδρότατη κριτική κατά τον προεκλογικό αγώνα.

Από την πρώτη σελίδα του φυλλαδίου τίθεται η βάση των πολιτικών διαχωρισμών. Ο λόγος περί Χίων και περί Πελοπονησίων, και γενικότερα η αναφορά σε κομματικούς συνασπισμούς με βάση τον τόπο καταγωγής, υποδηλώνει τον τρόπο που λειτουργούσε η Ερμούπολη εκείνη την εποχή. Από την αρχή της συγκρότησης της πόλης οι πολιτικοί συνασπισμοί δομήθηκαν με βάση τον τόπο προέλευσης έτσι από τη μία υπήρχε το κόμμα των Χιωτών μεγαλέμπορων,με δική τους λέσχη όπου συναθροίζονταν και από την άλλη οι Ψαριανοί, οι Κρητικοί, οι Πελοποννήσιοι και άλλοι.

Τη δεκαετία του 1870 αυτός ο τρόπος αυτός πολιτικής διαίρεσης συνέχιζε να υπάρχει, με τη διαφορά ότι ο ρόλος των Χίων έχει υποβαθμιστεί, ενώ αντίστοιχα έχει αναβαθμιστεί σημαντικά ο ρόλος των Κρητών και των Πελοποννησίων.

Είναι φανερό ότι ο ερμουπολίτικος κοινωνικός σχηματισμός από την εποχή της συγκρότησής του είχε μια ιδιαίτερη μορφή, όχι μέσα από τις φατρίες και τα ξενικά κόμματα, αλλά μέσα από τα κόμματα καταγωγής. Τα ζητήματα ταξικής πάλης αναιρούνταν ή και επιλύονταν στο επίπεδο της υλικής βάσης, μέσα δηλαδή από πατρονάρισμα των φτωχών οικογενειών των ναυτών και ναυτεργατών από τους μεγαλέμπορους και τους μεγαλοκαραβοκύρηδες, ενώ στο ιδεολογικό επίπεδο μέσα από την συμμετοχή και τη συσπείρωση στην ταυτότητα καταγωγής.

Ο δήμος, που λειτουργούσε σαν τοπικό κράτος, αποτελούσε εκτός από μηχανισμό επιβολής της ηγεμονίας συνολικά της εμπορικής αστικής τάξης και μέσο επιβολής της ηγεμονίας του κάθε συνασπισμού εξουσίας. Μια πόλη στην οποία κατοικούν άνθρωποι με καταγωγή από όλες τις περιοχές της χώρας, η τοπική ταυτότητα είναι αυτή που τους χαρακτηρίζει. Πιθανόν αυτή η ταυτότητα να ενέχει όμως εκτός από πολιτισμικά χαρακτηριστικά (γλώσσα, ήθη, συνήθειες) και οικονομικά χαρακτηριστικά.

Ο Βαφιαδάκης, παρότι παρουσιάζεται ως πολιτικός αντίπαλος των Χίων, υποστηρίχτηκε από αυτούς στις εκλογές του 1870, ενώ αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς η υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ερμουπολιτών παραγόντων. Τα εμπορικά συμφέροντα, παρά τους προσωπικούς ανταγωνισμούς, είναι εκείνα που καθόρισαν τις επιλογές των χιωτών και συσπείρωσαν τον εμπορικό κόσμο γύρω του.

Πάντως, μετά την εκλογή του 1870 οι Χιώτες παρουσιάζονται να αλλάζουν στάση και να ασκούν αντιπολίτευση στον Βαφιαδάκη. Ο αρθρογράφος δεν αναφέρει κάποια ερμηνεία για αυτήν την μεταστροφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στους Πελοποννήσιους παράγοντες που παρουσιάζονται να λειτουργούν αυτόνομα και να κατεβάζουν δικό τους ψηφοδέλτιο στα 1870, κάτι όμως που δε θα επαναληφθεί στα 1874.

Το κείμενο γρήγορα φτάνει στην προεκλογική ζύμωση των εκλογών του 1874. Παρουσιάζει τον Βαφιαδάκη (ήδη Δήμαρχο) ως ανιδιοτελή που δεν ενδιαφέρεται να επαναδιεκδικήσει το αξίωμα, αλλά υποκύπτει στις πιέσεις των συμπολιτών του, ενώ δεν αναλαμβάνει καμία προεκλογική καμπάνια. Αντίθετα, παρουσιάζει τους αντιπάλους του να μηχανορραφούν και να προσπαθούν να δημιουργήσουν διάφορες συμμαχίες. Η πλειοψηφία των Πελοποννησίων παρουσιάζεται να συμπαρατάσσεται με τον Βαφιαδάκη παρά τις δελεαστικές προτάσεις των Χιωτών. Υποψήφιος αντίπαλος του Βαφιαδάκη αναγορεύτηκε ο δημοτικός γιατρός Παρασκευάς, αφού δεν μπόρεσαν οι Χιώτες παράγοντες να συμφωνήσουν σε ένα πρόσωπο από τους ίδιους.

Τρίτος υποψήφιος εμφανίστηκε ένας άλλος δημοτικός γιατρός, ο Μάρκος Μηλαΐτης, που είχε διεκδικήσει τον δημοτικό θώκο και στις προηγούμενες εκλογές. Ο Μηλαΐτης, με βάση τη σημερινή ορολογία, είχε τα χαρακτηριστικά του «ανεξάρτητου» υποψήφιου, τελικά, όμως συμπαρατάχθηκε με τον Παρασκευά.

Η εφημ. Ερμούπολις τίθεται ανοιχτά εναντίον του Βαφιαδάκη και επιτίθεται σε αυτόν. Στο φύλλο της 22 Δεκεμβρίου 1873 τον καλεί με φανερά αρνητική διάθεση να παρουσιάσει το έργο του και να λογοδοτήσει απέναντι στο λαό της Ερμούπολης, «ενώπιον του οποίου θα εμφανισθή και πάλιν ο κ. Βαφιαδάκης να ζητήση τας ψήφους».

Στο επόμενο φύλλο επιτίθεται στον δήμαρχο και ανοιχτά υποστηρίζει τον Παρασκευά. Κατηγορεί τον Βαφιαδάκη για αλόγιστες δαπάνες, για κακή οικονομική κατάσταση του δήμου και για αδιαφορία ως προς τις δημοτικές υποχρεώσεις του, για να καταλήξει ότι «κατά την τετραετή δημαρχίαν δεν απεδείχθη δήμαρχος ευδόκιμος και κατάλληλος».

Για τον Παρασκευά γράφει ότι «έχει σπουδαίαν υποστήριξην παρά των νοημόνων, ανεξαρτήτων και αφατριάστων πολιτών. Είναι ανήρ ρέκτης, ικανός και νοήμων και ανεξαρτητος το φρόνημα. Ως δημοτικός σύμβουλος διέπρεψεν επί ορθοφροσύνη, ανεξαρτησία φρονήματος και φειδωλία των δημοτικών προσόδων. Η παρουσία αυτού εν προηγουμένοις δημοτικοίς συμβουλίοις διέσωσε σπουδαία ποσά χρημάτων και καταπολέμησε την σπατάλην υπό τοιόνδε ή τοιόντε πρόσχημα. Ο κ. Δ. Παρασκευάς αναδεικνυόμενος δήμαρχος Ερμουπόλεως θέλει εργασθή μετά ζήλου και θέλει ανορθώσει τα δημοτικά πράγματα και την δημοτικήν αξιοπρέπειαν».

Για τον Μηλαΐτη φέρεται θετικά, αλλά εκτιμά αρνητικά το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ εκλεγεί σε δημοτικό συμβούλιο. Θεωρεί όμως πως οι ψήφοι που θα πάρει είναι ψήφοι καταδίκης της πολιτικής του Βαφιαδάκη. Τέλος, προειδοποιεί τους Πελοποννησίους που αποφάσισαν να υποστηρίξουν τον πρώην δήμαρχο με πέντε δικούς τους στο ψηφοδέλτιό του, πως στην πραγματικότητα ο Βαφιαδάκης δεν τους συμπαθεί και για αυτό θα τους υπονομεύσει.

Η εφημερίδα “Πατρίς’ στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου 1873 υποστηρίζει τον Βαφιαδάκη. Εάν οι αντίπαλοί του δεν έχουν ούτε αρχές ούτε και ρεύμα στην κοινωνία («ασθενείς αντιπάλους» τους ονομάζει η εφημερίδα), ο ίδιος τα έχει όλα: «αντιπροσωπεύει την ιδέαν των βιομηχανικών της πόλεως τάξεων και τον εμπορικόν και επιχειρηματίαν νουν, διακεκριμμένος και πρώτιστος ων εν Ερμουπόλει κεφαλαιούχος και παρ’ αυτών των έχθιστα προς αυτόν διακειμένων ομολογείται ως ο προστάτης της βιομηχανίας και ο τας σπουδαιοτέρας δια της τολμηράς κυκλοφορίας απείρων κεφαλαίων παρέχων ευκολίας εις την ναυτιλίαν του τόπου και το εμπόριον …» Ο Βαφιαδάκης «κέκτηται ομολογουμένως την μεγαλυτέραν εν τω τόπω επιρροήν, έχει περί εαυτόν τα ζωτικότερα και ισχυρότερα εν τω τόπω στοιχεία, ενώ έχει την υποστήριξη και του κρητικού στοιχείου το οποίο «θεωρείται ως τριτεύον κατά τους ψήφους εν Ερμουπόλει».

Το μείζον θέμα που αναδείχτηκε στις εκλογές του 1874 σαν πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στις πολιτικές μερίδες ήταν το ζήτημα της τιμής του ψωμιού. Ο δήμαρχος είχε τη δυνατότητα να καθορίζει την τιμή του ή να επιλέξει εάν θα την καθορίσει ή όχι. Ένα ζήτημα που σήμερα αυτονόητα θεωρείται υπόθεση του κεντρικού κράτους στον 19ο αιώνα αποτελούσε υπόθεση των δήμων που με αυτόν τρόπο λειτουργούσαν ως τοπικό κράτος.

Οι Παρασκευάς και Μηλαΐτης υποστηρίζουν πως το ψωμί αποτελεί τη σημαντικότερη τροφή για τον φτωχό εργατικό κόσμο. Κατηγορούν το Βαφιαδάκη ότι το πωλεί σε υπέρογκο ποσό καταπιέζοντας τον λαό και ζητούν λοιπόν τον καθορισμό της τιμής του σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορεί ο φτωχός εργάτης να το αγοράζει. Αντίθετα η θέση του κόμματος του Βαφιαδάκη όπως παρουσιάζεται στο γνωστό φυλλάδιο είναι η υποστήριξη του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Διαβάζουμε στο κείμενο όσα αναφέρονται για τον Μηλαΐτη: «Εξ ετέρου ο Μάρκος Μηλαΐτης δημοτικός και ούτος ιατρός σπουδαίος προειλήφετο εις τον εκλογικόν αγώνα. Ο κ. Μηλαΐτης ουδέποτε εσκέφθη, αν δύναται να φέρη επί των ώμων του τοιούτον δεινόν φορτίον. Οι έγκριτοι πολίται χλευαστικώς περί αυτού ωμιλούν, αλλ’ ούτος, κατανοήσας κάλλιον παντός άλλου τα άγοντα προς την επιτυχίαν μέσα, ειργάζετο κατά τον εξής αστείον τρόπον. Επί τέσσερα έτη συνηγελάζετο μετά των εκλογέων της κάτω τάξεως, συμπεριπατών και συνευθυμών μετ’ αυτών, ουδέν άλλον εκζητών ή την ψήφον εκάστου εν καιρώ δημοτικής εκλογής. Ων δημοτικός ιατρός και πληρονόμενος υπό του δήμου, όπως δωρεάν τους ενδεείς ασθενείς επισκέπτηται, εξετέλει το καθήκον τούτο μεθ’ υπερμέτρου προθυμίας και δραστηριότητος. Αποκρύπτων όμως, οτ’ ήτο υποχρεωμένος να χορηγή άνευ αμοιβής την ιατρική συνδρομήν του, καθό υπό του δήμου πληρονόμενος, έλεγεν, ότι δεν θέλει αμοιβήν, διότι είναι προωρισμένος να βοηθή τους πτωχούς, εξέδιδε δε απειρίαν συνταγών υπέρ των εκλογέων, οίτινες ούτως επρομηθεύοντο υπό του δημοτικού νοσοκομείου, αλλ’ ο κ. Μηλαΐτης κατεδείκνυεν ότι τα φάρμακα προσφέρει ουχί ο δήμος, αλλ’ αυτός ως απεσταλμένος να βοηθή τους πτωχούς!


Εκτός τούτων έλεγεν εις στους εκλογείς, ότι ο Βαφιαδάκης είναι πολύ πλούσιος και δεν φροντίζει δια τους πτωχούς, ενώ αυτός ανήκει εις τας τάξεις του, ότι εκλεγόμενος δήμαρχος, θέλει προσδιορίσει την τιμήν του άρτου εις λεπτά είκοσιν, ότι θέλει κατασκευάσει φούρνους εκλεκτούς, όπως ο άρτος ψήνεται καλώς, δεν έλειπε δε να υπόσχηται εις όλους δημοτικά αξιώματα και το αφορολόγητον των ένδεων».

Η κριτική αυτή, πέρα από τη εμφανή διάθεση να υποτιμήσει με «γκρίζα διαφήμιση», όπως θα λέγαμε σήμερα, τον αντίπαλο, έχει μια βάση που επιτρέπει στον δημοσιογραφο να θεωρεί ότι το αναγνωστικό κοινό του θα αναγνωρίσει ως έγκυρη τη διαπίστωσή του για τον Μηλαΐτη. Πιθανόν, λοιπόν, ο Μηλαΐτης να έχει παραβιάσει πράγματι κάποια ήθη της πολιτικής συμπεριφοράς της εποχής, που νομιμοποιεί στις συνειδήσεις των πολιτών την δημόσια μομφή.

Τόσο ο Βαφιαδάκης όσο και ο Παρασκευάς δεν αυτοπροτάθηκαν, αλλά τους έγινε η πρόταση από άλλους. Η πρόταση αυτή είχε το χαρακτηριστικό της τιμής και της αναγνώρισης της αξίας τους από κάποιους συμπολίτες, αλλά στην ουσία δείχνει την οργανωμένη δράση των κομματικών μηχανισμών. Αντίθετα, ο Μηλαΐτης όχι μόνο δεν κατείχε κάποια είδους τέτοια αναγνώριση, αλλά οι «έγκριτοι πολίτες», δηλαδή προφανώς οι «πλούσιοι», όχι μόνο τον υποτιμούσαν, αλλά και τον χλεύαζαν. Το πολιτικό του πρόγραμμα όπως παρουσιάζεται από τον αντίπαλό του, έχει τα χαρακτηριστικά ενός ταξικού λόγου και η συμπεριφορά του δείχνει πρακτικές σοσιαλδημοκρατικές. Για το Μηλαΐτη ο Βαφιαδάκης είναι πλούσιος και για αυτό εμμέσως, πλην σαφώς, αποτελεί την αιτία της μη φροντίδας των φτωχών. Ο ίδιος που προέρχεται από τις χαμηλές τάξεις είναι ο πραγματικός εκφραστής των συμφερόντων τους.

Ως προς το άλλο κόμμα, τη μερίδα του Παρασκευά η εμμονή στο ζήτημα του ψωμιού, σαν πολιτική παρέμβασης του κράτους στην οικονομία είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο μιας πολιτικής που ταιριάζει στο πρότυπο της λαϊκής δεξιάς σε σύγκρουση με την εκσυγχρονιστική φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη. Ο κρατισμός της πολιτικής αυτής μερίδας όμως δε φαίνεται να εξαντλείται μόνο σε επιμέρους διαχειριστικά θέματα όπως είναι το ζήτημα του ψωμιού. Αντίθετα μέσα από το λόγο μιας εφημερίδας που υποστηρίζει το κόμμα αυτό, της εφημ. Ερμούπολις μπορεί κανείς να διακρίνει μια συνολική άποψη για το ρόλο του κράτους και τη σχέση δήμου και κράτους.

Όταν στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου η εφημερίδα εντείνει την επίθεση στον νυν δήμαρχο, τον κατηγορεί για σπατάλες μεταξύ άλλων συγκροτεί και την εξής άποψη: «Είναι εξευτελισμός δια τον δήμον Ερμουπόλεως να λέγη ο δήμαρχος αυτής, δικαιολογών την κακήν οικονομικήν κατάστασιν του δήμου, ότι η κυβέρνησηις φορολογεί τον δήμον δια δημόσια έργα και κτίρια, δια τα οποία το δημόσιον και ουχί το δημοτικόν ταμείον πρέπει να συνεισφέρη. Όταν οι υπουργοί ευρίσκωσιν υποτελείς δημάρχους οίτινες εκλιπαρούσι αυτούς δι’ ιδιωτικάς απαιτήσεις, όταν βλέπωσι δημάρχους αγνοούντας την αποστολήν των και θυσιάζοντας τα δημοτικά συμφέροντα χάριν ιδίων απέναντι της κυβερνήσεως, δεν είναι παράδοξον ν’ απαιτώσιν οι υπουργοί δημοτικά χρήματα δι’ αποθήκας τελωνείων, αφού ευρίσκονται δημοτικοί άρχοντες ψηφίζοντες ταύτα. Δια το κεφάλαιον τούτο των απαιτήσεων της κυβερνήσεως από τον δήμον παραπέμπομεν τον δήμαρχον Ερμουπόλεως κ. Βαφιαδάκην εις Μύκονον, όπως λάβη παράδειγμα αξιομίμητον από τον αξιότιμον δήμαρχον αυτής, όστις λαμβάνει από της κυβερνήσεως πάντοτε και δεν δίδει, γνωρίζων κάλλιστα, είπερ τις και άλλος δήμαρχος, να εξυπηρετή τον δήμον και τα συμφέροντα αυτού και να εκμεταλλεύηται τας αδυναμίας υπουργών και κυβερνήσεων.»

Έτσι, στο φύλλο της 22 Δεκεμβρίου 1873 ασκεί δριμύτατη κριτική στην απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλλει νέο φόρο οδοποιίας. Κατά τους επόμενους μήνες η εφημερίδα “Ερμούπολις” θα πρωτοστατήσει στο αίτημα του εμπορικού συλλόγου «Ερμής» να καταργηθούν οι δασμοί στο λιμάνι της Ερμούπολης ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση που μαστίζει τον εμπορικό κόσμο.

Την επομένη ημέρα των εκλογών η εφημ. Ερμούπολις κατηγορεί τον Βαφιαδάκη για δωροδοκία και ανήθικη πολιτικά συμπεριφορά. Υπονοεί πως ο δήμαρχος δεν πλούτισε με τίμιο τρόπο και θίγει εμμέσως την καταγωγή του αναφερόμενη στην «νοήμων τάξις», δηλαδή την τάξη των αρχόντων, η οποία αποδοκίμασε τον Βαφιαδάκη. Αντιπαραβάλλει στους εγκληματίες και πτωχούς και χρεωκόπους που αντιπροσωπεύουν τον δήμαρχο με τους

νοήμωνας οι οποίοι είναι αυτοί που καταστράφηκαν εμπορικώς και οι οποίοι όμως διατηρούν ακόμα την υπόληψή τους στην Ερμούπολη.

Ο Βαφιαδάκης έλαβε 1881 ψήφους και ο Δ. Παρασκευάς 1233. Η ήττα των αντιπάλων του Βαφιαδάκη ήταν συντριπτική, καθώς το ψηφοδέλτιό τους έβγαλε μόνο 5 συμβούλους συν ένας ο Παρασκευάς, ενώ το ψηφοδέλτιο του Βαφιαδάκη 15 συμβούλους συν τον δήμαρχο. Εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι απέναντι στον Βαφιαδάκη αντιπαρατέθηκαν δύο πολιτικά προγράμματα και δύο μηχανισμοί, τότε πραγματικά η νίκη του Βαφιαδάκη ήταν πολύ μεγάλη και αποτέλεσε τομή στην πολιτική κοινωνία της Ερμούπολης.

Την επομένη των εκλογών, 5 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε το άρθρο της εφημ. Ερμούπολις που παραθέτουμε στην υποσ. 45. Το άρθρο αυτό φαίνεται από αναφορά της ίδιας εφημερίδας στο επόμενο φύλλο της πως προκάλεσε μεγάλη αντίδραση από τη μερίδα του Βαφιαδάκη, αλλά και προσωπικά στον ίδιο οι οποίοι στη λέσχη «Ελλάδα» «εκρότουν και εβρόντουν και εκτός αυτής πυρ και φλόγας εκβάλλοντες από του στόματος».

Πάντως, η εφημερίδα προσπαθεί να μειώσει το γεγονός υποστηρίζοντας ότι γράφτηκε «εν εκλογική εξάψει και απροσεξία» και παραδεχόμενη το λάθος της. Επίσης, εκτιμά πως τα λόγια της παραμορφώθηκαν και διεστραβλώθηκαν και λυπάται για τον πάταγο που προκάλεσαν υποσχόμενη στο εξής να είναι πιο προσεκτική. Παρ’ όλ’ αυτά στο πρωτοσέλλιδο του ίδιου φύλλου η εφημερίδα συνεχίζει να κατηγορεί το δήμαρχο για εξαγορά ψηφοφόρων. Το ίδιο και στο επόμενο.

*Στο κείμενο έχει διατηρηθεί η ορθογραφία των Πηγών. 

SHARE
RELATED POSTS
.jpg
150 χρόνια από το Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου, του Φώτη Χατζηδιάκου [Δήμαρχος Ρόδου]
Je suis Πόντιος (1914-2021), του Γιώργου Σαράφογλου
Αικατερίνη Κορνάρο: η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.