Στην Αμερική, η δεκαετία του ΄20 ξεκίνησε ορμητικά και αισιόδοξα. Σ’ ένα περιβάλλον αυξανόμενης ευμάρειας ταξίδευε προς το μοιραίο ΄29, όταν το απρόσμενο θα έκανε την εμφάνιση του και το ποτάμι της Ιστορίας θα άλλαζε κοίτη. Ο μεγάλος Γκάτσμπυ (ή ο υπέροχος αν θέλετε) σ’ αυτή τη λαμπερή δεκαετία ενσαρκώθηκε από τον Σκοτ Φιτζέραλντ. Για πολλούς ο Τζέι Γκάσμπυ μας υπενθυμίζει τη χρεοκοπία του αμερικάνικου ονείρου. Στην ουσία όμως μας επιβεβαιώνει ότι το παρελθόν είναι αδύνατο να ανασυσταθεί. Με την ισχύ του έρωτα και την επιμονή του ερωτευμένου προσπάθησε να μετατρέψει σε πραγματικότητα το ακατόρθωτο. Να αναβιώσει δηλαδή κάτι που συνέβη στο παρελθόν, διαγράφοντας τα ενδιάμεσα χρόνια που μεσολάβησαν. Τη φράση κλειδί στο μυθιστόρημα την λέει ο Νικ Κάραγουεη: «Δεν μπορείς να επαναλάβεις το παρελθόν». Και ο Γκάτσμπυ, παγιδευμένος από τις επιθυμίες του – και προσπαθώντας πιο πολύ να πείσει τον εαυτό του – απαντάει : «Γιατί…. Μα φυσικά μπορείς… Φυσικά μπορείς…». Όταν το μυθιστόρημα τελειώνει, όλοι ξέρουμε πως ήταν ανέφικτο και πως τελικά οι ανθρώπινες επιθυμίες απλά συνταξιδεύουν μέσα στο χρόνο με την αμείλικτη πραγματικότητα, που έχει όμως τους δικούς της κανόνες.
Προσπερνώντας τη προσωπική νοσταλγία του Γκάτσμπυ, φτάνουμε στην αποδεκτή από τους περισσότερους διαπίστωση ότι «Η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα»**. Μια ρήση τόσο βολική και τόσο γοητευτική που ποτέ δεν το θεωρήσαμε αναγκαίο να την κρίνουμε. Η επανάληψη της Ιστορίας, είτε ως φάρσα, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, είναι μια ισχυρή υποσυνείδητη ανάγκη του ανθρώπου. Εκκινεί από τον αρχέγονο φόβο του για το άγνωστο. Αποδεχόμενος ότι αυτό που του συμβαίνει τώρα έχει ξανασυμβεί και στο παρελθόν, κάνει πιο οικείο το παρόν του, αποκτά την ψευδαίσθηση ότι το κατανοεί καλύτερα και πιστεύει ότι μπορεί με σχετική ευκολία να προβλέψει και το μέλλον. Για τους περισσότερους, η αβεβαιότητα, η περιπέτεια και το άγνωστο είναι καλό να ανήκουν στα παραμύθια, στην τέχνη και τη φαντασία της ή σε ιστορίες ηρώων του παρελθόντος. Η ασφάλεια είναι το ζητούμενο και η ανασφάλεια ο εχθρός. Η επανάληψη της Ιστορίας ζεσταίνει με τη θαλπωρή της την ασφάλεια μας, για την οποία, εξάλλου, αιώνες πάλεψε η ανθρωπότητα να την κατακτήσει σ’ ένα πολιτισμένο και κατά το δυνατό ήρεμο και χωρίς απρόοπτα περιβάλλον.
Όταν προέκυψε η κρίση του 2008, πολιτικοί, πολίτες και επιστήμονες-οικονομολόγοι προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τις όποιες αβεβαιότητες, θεωρώντας ότι η κρίση – κι αυτή τη φορά – δεν θα μας αγγίξει. Για τον απλούστατο λόγο ότι έτσι είχε γίνει και στο παρελθόν. Όταν όμως εισέβαλε, χωρίς ευγένειες και προειδοποιήσεις, σπάζοντας τη πόρτα μας, τότε όλοι – αφού συνήλθαν απ’ το πρώτο σοκ – ξέχασαν τις προηγούμενες βεβαιότητες και παρηγορήθηκαν με νέες. Τακτοποιώντας τους φόβους τους απέναντι στο άγνωστο, ανέτρεξαν πάλι στο παρελθόν. «Η κρίση του 1929 επαναλαμβάνεται» είπαν. Οι πιο αμελείς δήλωσαν : «Πρόκειται για μια συνηθισμένη κυκλική κρίση του καπιταλισμού. Σε λίγο θα περάσει από μόνη της, εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα». Αργότερα, όταν η αντιπολίτευση άλλαξε χέρια, είπαμε ότι θα επαναληφθεί το 1981. Όταν η φασιστική απειλή απέκτησε αξιοπρόσεκτη οντότητα αναζητήσαμε τα χαρακτηριστικά της στην απόμακρη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σε κάθε περίπτωση το παρελθόν ήταν πάντα εκεί και η Ιστορία πάντα είχε την υποχρέωση να επαναληφθεί. Η Ιστορία, όμως, αρνείται να το κάνει. Κι έτσι η κρίση του 2008 καμιά σχέση δεν έχει με το 1929, ούτε με καμιά από τις προηγούμενες κρίσεις του καπιταλισμού. Και το 1981 δεν έχει καμιά πιθανότητα να επαναληφθεί. Είναι οριστικά αρχειοθετημένο στη χρονιά που συνέβη και ο ναζισμός, που τόσο μας τρομοκρατεί, επίσης.
Από το 1649, όταν η Αγγλία απέκτησε για πρώτη φορά δημοκρατικό πολίτευμα, μέχρι και τις μέρες μας, η διαδικασία διαμόρφωσης της ανοιχτής κοινωνίας πέρασε από πολλαπλές συμπληγάδες. Ο κύκλος που άνοιξε εκείνη την ξεχασμένη χρονιά του 1649 συνεχίζει να ξεδιπλώνεται με πολλά σκαμπανεβάσματα. Μεγάλες δόσεις σκληρότητας και ευαισθησίας αναμίχθηκαν σ’ αυτή τη περιπέτεια. Και φυσικά το τέλος είναι μακρινό και άγνωστο. Σ’ αυτούς τους τρεισήμισι αιώνες η δημοκρατία, η τόσο ατελής και ευάλωτη, πασχίζει – σε μια συνεχή κινητικότητα – να διαμορφώσει το χαρακτήρα της και να σιγουρέψει τις γνώσεις και τις κατακτήσεις της, βαδίζοντας πάντα στην αντίπερα όχθη με τις όποιες μορφές απολυταρχίας και ολοκληρωτισμού, όταν και όπως αυτές αποκτούν επικαιρότητα και επηρεάζουν τις εξελίξεις. Σ’ αυτή τη μακροσκελή διαδρομή, που είναι φυσικό να μην ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, μπορεί ο καθένας να βρίσκει αναλογίες στα γεγονότα και στις περιόδους, όχι όμως επαναλήψεις. Μπορεί να αντλεί γνώσεις απ’ ότι έχει συμβεί κι αυτές οι γνώσεις να βοηθούν στη κατανόηση της κάθε συγκυρίας που προκύπτει. Η επιμονή όμως να κατανοούμε τα Ιστορικά μας βιώματα ως ένα κυκλικό επαναλαμβανόμενο παιχνίδι, μόνο σε πλάνες μπορεί να μας οδηγήσει.
Οι όποιες αναλογίες με το παρελθόν δεν εμποδίζουν το παρόν που κάθε φορά ζούμε, να είναι μοναδικό, ανεπανάληπτο και προορισμένο να λάβει τη δική του ξεχωριστή θέση στη πινακοθήκη του παρελθόντος. Το déjà vu μπορεί να εμφανίζεται ως ψευδαίσθηση και να μπερδεύει τις εκτιμήσεις μας για τα τεκταινόμενα, μπορεί να νοσταλγούμε το παρελθόν κι εκεί να βρίσκουμε απάγκιο για να ξεφύγουμε από τα «βάσανα» του όποιου παρόντος. Χάνουμε όμως έτσι την ευκαιρία να βιώσουμε τα συναρπαστικά γεγονότα που εξελίσσονται γύρω μας στον ενεστώτα χρόνο και βέβαια χάνουμε και τη δυνατότητα να τα κατανοήσουμε.
** Το σχόλιο του Μαρξ είχε επικαιρικό χαρακτήρα και αναφερόταν στην επιστροφή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1848. Τα γεγονότα εκείνης της εποχής καμία σχέση δεν είχαν με το παρελθόν. Ήταν απλά μια ενδιάμεση εξέλιξη – όταν η απολυταρχία απέκτησε προσωρινά το πάνω χέρι – στην υπομονετική πορεία προς την ανοιχτή κοινωνία. Ως γνωστόν σήμερα η βασιλεία στη Γαλλία είναι οριστικά εκτός ατζέντας.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr