Ξυλομπογές από σκανταλιά, ζουζουνίσματα κι αθωότητα, χρώματα ατίθασα σε νόμους και κανόνες.
Γραμμές και σχήματα που πλάθουν λέξεις.
Πλάθουν μουσικές, θέρμη ανείπωτη απ’ την ανάγκη που παραμονεύει.
Η παιδική ψυχή μαριόλικα, με νάζι κουνάει την κοτσίδα της, σηκώνει το χέρι και χαιρετάει.
Μοιάζει να ψάχνει ακτίνες να της στραβώσουν τα μάτια.
Ανθρώπους ηλιόλουστους, που αν και δε βγάζουν φωνή, μιλάνε όλες του κόσμου τις γλώσσες!
Αφουγκράζονται, δίχως να σε γνωρίζουν καν τους ήχους των σιωπών σου.
Κι η ζωγραφιά δαμάζει τα ανορθρόγραφα κείμενα, που η στίξη τους προσπαθεί να εξηγήσει στο παιδί πως αν δε βρούνε ήλιους στο ταξίδι δεν πειράζει.
Υπάρχουν και φεγγάρια.
Τ’ασημί τους φωτίζει της ψυχής τα καλντερίμια.
Δεν έχουν φλόγες τα φεγγάρια.
Ντυμένα στ’ ασήμια θυμίζουν πως τις φλόγες τις έχεις ΕΣΥ!
Εσύ και … το παιδί, που στριμώχνει κάτι ζωγραφιές περίεργες στο περιθώριο του ημερολογίου των ονείρων σου.