Δεν ξέρω πόση επισκεψιμότητα μπορεί να έχει ανήμερα της Παναγιάς ένα άρθρο. Ποιοι θα ξεφύγουν από το τριήμερο, τετραήμερο, τα αρνιά και τις μπριζόλες, τα ψαράκια και τα τσίπουρα. Θα το γράψω όμως, θα τα πω. Κι ας μου πουν ό,τι θέλουν. Μασάει ο Φούντας; Μάλλον όχι. Όχι πια…
Δεν μπορείς να είσαι συμπαθής απ’όλους. Δεν μπορείς να είσαι αντιπαθής απ’όλους, επίσης. Ο καθένας αναλόγως της αύρας, των λεγομένων του και πρωτίστως της στάσης ζωής του γίνεται αγαπητός ή αντιπαθής. Ίσως και το ένα και το άλλο. Τη Λένα Διβάνη δεν την ξέρουμε στην προσωπική της ζωή πώς πορεύεται, τι κάνει, ποιες αποφάσεις παίρνει για άγνωστες υποθέσεις. Το ξεβράκωμα του διαδικτύου την εξέθεσε – όχι ανεπανόρθωτα- διότι και τα πράγματα ξεχνιούνται και τα λόγια ξεχνιούνται και οι προϋποθέσεις, για να μισήσεις κάποιον που σου είναι τόσο μακρινός τελικά, δεν υπάρχουν. Εντούτοις οι προσφιλείς μας συμπολίτες ξεσκίστηκαν να αραδιάζουν κατάρες κατά της Διβάνη. Σήμερα πιθανότατα, αν γιορτάζουν, θα δεχθούν ευχές χαμογελαστά. Θα γιορτάσουν τους δικούς τους. Θα κάνουν επισκέψεις. Θα βρίσουν και την Παναγιά, αν χρειαστεί. Αλλά όλοι τους θα γιορτάσουν, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, μην δουλεύοντας. Στο όνομα του Δεκαπενταύγουστου. Και αρκετοί θα σούρνουν τα εξ αμάξης στην γ….. την Διβάνη, την π… την Διβάνη, το α… την Διβάνη και να ψοφήσει, να το βρει απ’΄το Θεό, να περιμένει την τιμωρία κλπ κλπ κλπ. Και παρέα για τον υπάλληλο ελεγκτή και όποιον άλλο ευθύνεται για το δυστύχημα. Σε μια κοινωνία όπου τίποτα δεν λειτουργεί, η σπίθα για επίθεση ανάβει στον άψε-σβήσε.
Σκληρό είναι, αλλά θα το πω. Άλλο η καλοσύνη και το φιλότιμο των ανθρώπων και άλλο το επίπεδο και η καλλιέργεια. Ε, λοιπόν, τούτος ο λαός δεν έχει καλλιέργεια. Ούτε και διέθετε ποτέ καντάρια καλλιέργειας. Κάτι πανάκριβα γραμμάρια είχε που τα προστάτευε όσο μπορούσε ως κόρη οφθαλμού. Αλλά τι να σου κάνουν τα γραμμάρια μπρος στους τόνους καφρίλας του λαού. Όταν κάποιος στην αστοχία, στην άποψη- ναι τα δέχομαι πως ήταν ατόπημα να χρησιμοποιήσει την λέξη τζαμπατζής, διότι δεν ήθελε ο άλλος να καταλάβει πως δεν απευθυνόταν στον νεαρό Θανάση, αλλά στην γενικευμένη εικόνα του ανθρώπου που δεν θέλει να πληρώνει τα ΜΜΜ. Όταν ο δέκτης της φράσης, στην όποια ατυχία ή και την απερισκεψία, ακόμα-ακόμα και στην κακία, απάντα με κατάρες, αντιλαμβάνεσαι το επίπεδο. Δεν χρειάζεται να κάνεις δεύτερη σκέψη. Μάλλον δεν χρειάζεται και να περιμένεις και κάποια σπουδαία εξέλιξη. Ο άνθρωπος που έχει την κατάρα σαν ψωμοτύρι, μου είναι αντιπαθής. Και δεν περιμένω από αυτόν να κάνει το καλό. Κάτω από τον καλό λόγο έχει ήδη προετοιμασμένη την κατάρα για κάθε περίπτωση. «Να σκάσεις, να μην σώσεις, να σου πει ο παπάς τ’αυτί, να ψοφήσεις, να το βρεις απ’το Θεό» κλπ κλπ κλπ. Αυτές οι φράσεις τη κατάρας είναι προσαρμοσμένες σε κάθε περίσταση. Κατάρες για την χοντράδα, για το μικρό, για την πίκρα, για το τηλεφώνημα που δεν σου έκανε. Δεν το συζητάμε για την περίπτωση γκομενοδουλειάς ή αρρώστιας. Εκεί το επίπεδο ξεπερνά το δάπεδο. Υπόγεια σκοτεινά και καυτερά σαν τα έγκατα της γης. Τέτοια φωτιά ρίχνουν οι καταριστές όταν τους τσιγκλήσεις. Δικαίως ή αδίκως.
Δεν είναι φίλη μου η Λένα Διβάνη. Κάποτε στο παρελθόν μάλιστα είχαμε κοντραριστεί σε κάποιο άρθρο μου. Εξηγούμαι για να προφτάσω την αντίδραση του τύπου «αν δεν παινέσεις το σπίτι σου…» ή την άλλη «κώλος και βρακί στα ΜΜΕ. Αλλαξοκωλιές». Προσωπικά καταλαβαίνω την οργή, ακόμα και των ανθρώπων που έβγαλαν τα απωθημένα τους εκφραζόμενοι σκληρότατα για άλλους λόγους – επιβεβαρυμμένο κλίμα, θυμός κοινωνικός, την ευκαιρία να ασχοληθούμε με κάποιον που έκανε το ατόπημα και να βγάλουμε πάνω του όλη μας την χολή. Επίσης, αντιλαμβάνομαι πώς το είπε η Διβάνη. Μέχρι στιγμής, λοιπόν, κατανοώ τους πάντες. Αλλά δεν δικαιολογώ κανένα, μα κανένα πια, για τις κατάρες που ξεστομίζει. Είναι ό,τι πιο φρικτό μπορεί να ακούσω από άνθρωπο. Τόσο πολύ, που αναρωτιέμαι, αν όλοι αυτοί που δεν αδυνατούν να καταλάβουν και να καλοσκεφτούν τι λένε, αν δουν την Διβάνη, όπως την καταριούνται, θα χαρούν; Και αλλοίμονο, αν ήμασταν έρμαια της κατάρας ή της … «ευχής» του κάθε κακόβουλου, άμυαλου, ακαλλιέργητου ίσως και κακού ατόμου. Θα ψοφούσαμε σαν τους γαϊδάρου από την ζέστη στους δρόμους!
Και κάτι άλλο περί καλλιέργειας και επιπέδου: κανείς όσο τρομαγμένος και να είναι από το πρόστιμο, δεν πηδά από το τρόλεϊ αν γνωρίζει πως η παράβασή του δεν θα τον κάνει δακτυλοδεικτούμενο. Δεν θα τον εξευτελίσει στους άλλους. Στην χώρα που ζω παρατηρώ από πιτσιρίκα πως, όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, μικρό ή μεγάλο, οι κουτσομπόλες είναι πανταχού παρούσες και παρατηρούν με απίθανη αδιακρισία όποιον συμπολίτη μας έρχεται σε δύσκολη θέση. Αυτό το θυμάμαι. Και η χαιρεκακία στο βλέμμα… και αυτή απίθανη. Είναι οι ίδιοι που θα κοιτάξουν τον παραβάτη υποτιμητικά ή κατεβαίνοντας από το ΜΜΜ θα διηγηθούν την ιστορία σαν να είναι σημαντική.
Ως επίλογο γράφω τούτο: ο μόνος μου φόβος σε τούτο τον κόσμο είναι να αδικήσω. Να κάνω σε κάποιον αυτό που δεν θέλω να μου κάνει. Λάθη κάνουμε όλοι μας, για αυτό και είναι ενδιαφέρουσα η ζωή. Ευτυχώς, όμως, δεν μπαίνουμε στην φυλακή της κατάρας. Γιατί ο νόμος της ζωής κάπου –κάπου θυμίζει πως «όποιος σκάβει τον λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα».
Υγ 1ο:Τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του παιδιού.
Υγ 2ο: Την θερμή μου παράκληση στους συμπολίτες μου να μάθουν κάποτε να συζητούν με λεκτικά επιχειρήματα. Δυστυχώς, ακόμα και η βία, έφτασε από κάποιους να λέγεται «έμπρακτη απόδειξη του δίκιου μου».