ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ
(ΛΟΥΤΡΑΚΙ)
Η ιστορία της Αγίας εικόνας της Παναγίας της Γιάτρισσας στο Λουτράκι είναι η εξής: Κάθε καλοκαίρι ερχόταν στο Λουτράκι για ιαματικά λουτρά μια γυναίκα ονόματι Μαρία, που ήταν μαία. Έμενε στο σπίτι της Μαρίας Σώκου, με την οποία είχε φιλικές σχέσεις. Η Μαρία αυτή όταν πήγε να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους, έφερε ένα δώρο στη Μαρία Σώκου, την εικόνα της Παναγίας με βρέφος το Χριστό στην αριστερή της πλευρά. Στα Ιεροσόλυμα, ο πωλητής είχε πει στη Μαρία, να δώσει την εικόνα σε Θεοσεβείς ανθρώπους, που να πιστεύουν σ’ αυτήν, να της ανάβουν κεριά και το καντήλι της να καίει μέρα και νύχτα, διότι είναι θαυματουργή εικόνα.
Η Μαρία όλα αυτά τα είπε στη Μαρία Σώκου. Ακόμη της είπε ότι μετά από 20 μέρες από την παράδοση της Αγίας εικόνας θα πεθάνει όπως και έγινε.
Η εικόνα ήλθε στα χέρια της Σώκου το 1928. Η ευλάβεια των κατοίκων του Λουτρακίου, αλλά και ξένων με το χρόνο μεγάλωνε. Τότε σκέφτηκαν να κάνουν μια εκκλησία. Δημιουργήθηκε μία επιτροπή με την βοήθεια του τότε Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Κορινθίας Δαμασκηνού και των Δωρητών, και έκτισαν σε οικόπεδο που τους προσέφερε ο Ιωάννης Μάρρας απέναντι από την σημερινή εκκλησία τον πρώτο ναό της Παναγίας της Γιάτρισσας, ονομάστηκε έτσι λόγω των θαυμάτων θεραπείας που έκανε.
Παναγία η Γιάτρισσα ονομάζεται και το μοναστήρι που βρίσκεται στον Ταϋγετο σε υψόμετρο 1100 μέτρων, και γιορτάζει ανήμερα του Γενεσίου της Θεοτόκου. Στην μονή υπάρχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και αγίασμα.
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ
(ΛΑΚΩΝΙΑ)
Το πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Μονή της Γιάτρισσας στον Ταΰγετο δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο. Σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαραντόπουλο, Ηγούμενο της Μονής, στα προχριστιανικά χρόνια στο ίδιο σημείο ήταν η θέση ναού αφιερωμένου στην θεά Αθηνά (πιθανόν και αυτή ονομαζόμενη Γιάτρισσα).
Κάποια στιγμή λοιπόν σε αυτή την θέση χτίστηκε ναός αφιερωμένος στην Παναγία. Η μετατροπή του ναού από παγανιστικό σε χριστιανικό συντελέστηκε αρχικά το 382μ.Χ. όταν ένας από τους ιερείς του Ναού της Αθηνάς ονόματι Βρασίδας πηγαίνοντας στην Πάτρα στην οποία ο Χριστιανισμός αναπτυσσόταν κατά την συγκεκριμένη περίοδο, ασπάστηκε την νέα θρησκεία, μετονομάστηκε σε Βιτάλιο, και επιστρέφοντας προσυλήτισε τους υπόλοιπους ιερείς στον Χριστιανισμό μετατρέποντας τον ναό από της Αθηνάς στο “Γενέσιο της Θεοτόκου” ανεγείροντας εκεί και πόλη, όπως παρατηρούνται λείψανα αρχαίων οικοδομών σε έκταση περίπου διακοσίων στρεμμάτων.
Άλλη εκδοχή που δίνει ο Μητροπολίτης Γυθείου και Οιτύλου Σωτήριος μεταφέρει την ίδρυση της μονής ως Χριστιανικής περίπου 600 χρόνια αργότερα, πιθανολογώντας ως ιδρυτή της τον Όσιο Νίκωνα ο οποίος ίδρυσε πολλούς Ναούς στην περιοχή του Ταϋγέτου και της Λακαιδέμωνος. Εκτός της Μονής στην περιοχή κτίστηκε ολόκληρο συγκρότημα μοναστηριού, γι’ αυτό και η περιοχή ήταν γνωστή ως “Καλογερικά”.
Ο Ναός ερήμωσε για αρκετά χρόνια, λόγω πολέμων, επιθέσεων πειρατών κλπ., έως και το 1632 περίπου, όταν ο Κυριακούλης Ηλιαφέντης, από πλούσια οικογένεια της Καστάνιας Λακωνίας, και η γυναίκα του Μαρία, 56 ετών και οι δύο, αποφάσισαν να μονάσουν για να αποφύγουν την κατακραυγή όντας άτεκνοι (αποτελούσε όνειδος εκείνη την εποχή, ιδίως για την γυναίκα), και να φτιάξουν μονή και κελιά στα ερείπια του Αρχαίου Ναού. Σύμφωνα μάλιστα με τον θρύλο η Μαρία Ηλιαφέντη έμεινε έγκυος την αμέσως επόμενη χρονιά από την οικοδόμηση του Ναού ενώ γέννησε και δεύτερο παιδί ένα χρόνο αργότερα.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΚΟΥ
Το ονομάζουν “Γιάτρισσα” το Μοναστήρι της Παναγίας γιατί έχει πολλή σχέση με αρρώστους. Πολλά χρόνια το επισκέπτονται άρρωστοι ή συγγενείς ασθενών από κάθε γωνιά της Ελλάδος. Για τους ασθενείς και τους συγγενείς τους ήταν το κέντρο της ελπίδας και της ενισχύσεως. Προσέτρεχαν στο ναό της. Γονάτιζαν μπρος στην Εικόνα της Παναγίας. Την παρακαλούσαν, με δάκρυα. Την καθικέτευαν, με παρακλήσεις και προσευχές, για την αποκατάσταση της κλονισμένης υγείας τους. Στο Μοναστήρι έψαλλαν οι άρρωστοι στη “Γιάτρισσα”: “Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή προς σε καταφεύγω, την Κεχαριτωμένην ελπίς απηλπισμένων, συ μοι βοήθησον”.
Πολλοί από τους προστρέχοντες στη “Γιάτρισσα” θεραπεύονταν. Επέστρεφαν στα σπίτια τους και στους συγγενείς τους και διηγούνταν όσα έκανε σ’ αυτούς η Υπεραγία Θεοτόκος. Από το δεσμό, λοιπόν, αυτόν πολλών αρρώστων με το Μοναστήρι και τις πολλές ευεργεσίες και ιάσεις που είχαν λάβει διάφοροι από την Παναγία πήρε το όνομα “Γιάτρισσα”.
Η περίπτωση του αειμνήστου Ηλία Παναγουλάκου δεν είναι η μοναδική. Από τις πολλές επιστολές, που κατά διαφόρους καιρούς, έχουν σταλεί και μέχρι σήμερα στέλνονται στο Μοναστήρι από διαφόρους ξενιτεμένους και φυλάσσονται στα αρχεία της Μονής, σαν μία ζωντανή και αδιάψευστη Ιστορία, φαίνεται ο βαθύς και δυνατός δεσμός πολλών χριστιανών με το Μοναστήρι. Σ’ αυτές περιγράφουν τη βοήθεια της Παναγίας, σε δύσκολες περιπτώσεις ασθενειών των ιδίων ή συγγενών τους. Τις επιστολές αυτές τις έχουν γράψει με το χέρι και με τις πτωχές ή πλούσιες γραμματικές τους γνώσεις, είναι όμως περίσσευμα της γεμάτης πίστεως καρδιάς τους. Με αυτές στέλνουν την ευγνωμοσύνη τους, τις ευχαριστίες τους και το δώρο τους στην Παναγία.
Άλλοι από τους ξενιτεμένους στέλνουν επιστολές και παρακαλούν να γίνει μια παράκληση στην Εικόνα της Παναγίας ή μια λειτουργία ή να αναφθεί μια λαμπάδα στη “Χάρη της”. Όλα αυτά για κάποιον άρρωστο, για κάποια δυσκολία που περνούν ή στενοχώρια που δοκιμάζουν. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα δεν έχουν ποτέ επισκεφθεί το Μοναστήρι. Απλώς έχουν ακούσει διηγήσεις άλλων γι’ αυτό. Έχουν γραφεί από ψυχές πονεμένες σε στιγμές πόνου, που καίεται η καρδιά και ζητάει τη δροσιά από τον Ιησού και την Παναγία Μητέρα του.
Το ιερότερο τμήμα του Μοναστηριού της “Γιάτρισσας” και ο ανεκτίμητος θησαυρός του είναι η Ιερή Εικόνα της Παναγίας. Είναι μικρή σε μέγεθος, 51Χ35 πόντους και παλαιά, όπως δείχνει η σημερινή της κατάσταση. Είναι αγιογραφημένη, επάνω σε σκληρό ξύλο από καστανιά, η ωραία σκηνή της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Ολόκληρη η Εικόνα είναι καλυμμένη με φύλλο από ασήμι. Έχει επενδυθεί με ασήμι ολόκληρη η μπροστινή επιφάνειά της και φαίνονται μόνο τα Πρόσωπα των Θεοπατόρων, Ιωακείμ και Άννης, του Βρέφους Μαριάμ και τριών άλλων γυναικών.
Η επένδυση της Εικόνας, με ασήμι, έγινε πριν από εκατό τριάντα περίπου χρόνια, το 1863, από τον Ηλία Παναγουλάκο, από το Γύθειο, καθώς μαρτυρείται τούτο από την επιγραφή, που σώζεται στο κάτω μέρος της Εικόνας.
Η αιτία για την οποία ο Ηλίας Παναγουλάκος έκανε τη δωρεά αυτή στην Εικόνα της “Γιάτρισσας” είναι ότι είχε προσβληθεί από την τρομερή, για την εποχή του, ασθένεια της φυματίωσης. Κατέφυγε αμέσως στους καλύτερους γιατρούς της Αθήνας. Αυτοί όταν διαπίστωσαν την αρρώστια, του συνέστησαν να αναχωρήσει για την Ελβετία. Η χώρα αυτή διέθετε τότε τους καλύτερους γιατρούς, τα τελειότερα Σανατόρια και τις πιο ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες για τους φυματικούς. Υπέδειξαν, λοιπόν, οι γιατροί στον Παναγουλάκο να φύγει σύντομα για την Ελβετία.
Αυτός όμως δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις των γιατρών του και αντί να αναχωρήσει για την Ελβετία, επέστρεψε στο Γύθειο και ανέβηκε στη “Παναγία τη Γιάτρισσα”. Εκεί παρέμεινε αρκετό χρόνο προσευχόμενος μπροστά στην εικόνα της, κάτω από το απαλό φως των καντηλιών.
Περνούσε τις μέρες του μέσα στην καθαρή ατμόσφαιρα του Ταΰγέτου και κυρίως στο πνευματικό περιβάλλον του Μοναστηριού. Το άφθονο οξυγόνο της πίστεως του γέμιζε, με την προσευχή και τη μελέτη της Αγίας Γραφής, τα στήθια του με ελπίδα και έπαιρνε δύναμη για να νικήσει την αρρώστια. Εδώ είχε συνεχή πνευματική υπερτροφία, με την συμμετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Τέλος η “Γιάτρισσα” του χάρισε το πολύτιμο και πολυπόθητο αγαθό, την υγεία.
Όταν και πάλι επισκέφθηκε τους γιατρούς του στην Αθήνα, τον βρήκαν απαλλαγμένο από την φυματίωση. Με πολλή ικανοποίηση τον βεβαίωσαν ότι, κανένα ίχνος της ασθενείας του υπήρχε. Είχε τελείως εξαλειφθεί. Τούτο οφειλόταν κατά τους γιατρούς, στη μετάβασή του στην Ελβετία. (Δε γνώριζαν οι γιατροί, ότι ο ασθενής τους παράκουσε στην εντολή τους και δεν πήγε στην Ελβετία). Η ευχάριστη αυτή διαπίστωση των γιατρών τον έκαμε να δακρύσει και να διηγηθεί στους γιατρούς “τα όσα εποίησε” σ’ αυτόν η “Παναγία η Γιάτρισσα”.
Κατόπιν απ’ όλα αυτά ο θεραπευθείς Ηλίας Παναγουλάκος ξαναγύρισε στο Μοναστήρι για να ευχαριστήσει την Παναγία. Εν συνεχεία πήρε τη θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας και την πήγε στα Κύθηρα όπου την επένδυσε με καθαρό ασήμι, “εις μνημόσυνον αιώνιον” και απέραντη ευγνωμοσύνη.