Απόψεις

H 20η μου Φεβρουαρίου, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2007 στις 20 Φεβρουαρίου καθιερώθηκε να γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Κοινωνικής Δικαιοσύνης. «Στόχος της είναι η προσπάθεια να αντιμετωπισθούν με διεθνείς δράσεις, η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός, μέσα σε μια ανοιχτή και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία».

Δεν θα μπω στην διαδικασία να χλευάσω την ύπαρξή της ημέρας ως άλλης μία που θυμάται ετησίως μια κατάσταση, ένα γεγονός ή κάτι αυτονόητο. Θα σας μιλήσω για την δική μου 20η Φεβρουαρίου.
Πριν από 22 χρόνια. Σε ένα μαιευτήριο. Με την αλλαγή της μέρας οι πόνοι είχαν επιτεθεί ανά λεπτό. «Είναι το έντερό μου. Έφαγα πολλούς ξηρούς καρπούς» επέμενα. «Γεννάς» επέμενε ο πατέρας μου. «Μπα δεν νομίζω» ξανάλεγα. «Ετοιμάσου παιδί μου» ξανάλεγε.
Τις πρώτες-πρώτες ώρες της νέας ημέρας, ένα λεπτόσωμο, μακρύ μωρό, ήταν στην αγκαλιά μου. Το κοίταξα καλά-καλά και του είπα: «Για σένα περίμενα τόσο καιρό; Πώς είσαι έτσι;». Ένα μικρό, μικροσκοπικό κεφαλάκι, ζαρωμένο, κατακόκκινο, μουλιασμένο, που θύμιζε τον Δρακουμέλ από τα στρουμφάκια, μια μύτη πλακουτσωτή και γαμψή, κάτι κατάμαυρα μαλλιά σαν καρφιά στο μικροσκοπικό κεφαλάκι και απίθανα δάχτυλα, μακριά, λεπτά με απίθανο μανικιούρ, τα οποία έπαιζε με απίθανη μαεστρία σαν νεραϊδούλα στον αέρα. Α, και κάτι πατούσες τεράστιες για το μικροσκοπικό κορμάκι. Σαν παπί. Τεράστιες πατούσες για τα αδύνατα ποδαράκια. «2.700, μου λένε να σου ζήσει η κούκλα». Την ξανακοίταξα. «Πού την βλέπετε την κούκλα;», ρώτησα. «Θα δεις πώς θα γίνει…». «Ο Δρακουμέλ-παπί;».
Το παπί, λοιπόν, έγινε το κέντρο του κόσμου. Περίπου δηλαδή γιατί ήμουν και αρκετά πιτσιρίκα. Χωρίς υστερίες, την θήλασα, την τάιζα ανά τρεις ώρες, αλλά ποτέ την νύχτα, ο δρακουμελ-παπί μεγάλωνε και ήταν ήρεμο παιδάκι που όσο περνούσαν οι μέρες, οι ώρες ομόρφαινε τόσο πολύ, που δεν μπορούσα ούτε παπί να τη λέω, ούτε και δρακουμέλ.
Μεγαλώσαμε μαζί με την Μαρινούλα. Δεν της έλεγα πολλά όχι, την άφηνα να εκφράζεται ελεύθερα και να βρει τους δικούς της κώδικες λειτουργίας, ενέργειας, ελευθερίας και ορίων. Όταν έμαθε την λέξη- ψωμοτύρι, την λέξη «μαλάκα» , της εξήγησα πως δεν την λέμε, ούτε δυνατά, ούτε σε ανθρώπους, γιατί δεν είναι ευγενική.
«Ούτε τον μπαμπά λέμε μαλάκα;»
«Όχι»
«Ούτε την μαμά-Τζίνα;»
«Μάλλον».
«Ούτε την γιαγιά, ούτε τον παππού;».
«Κανένα».
Περπατώντας στο δρόμο με δυνατή φωνή ξεκινούσε την λογοδιάρροια: «Δεν είναι καλό να λέμε μαλάκα. Ούτε τον μπαμπά μαλάκα, ούτε την μαμά μαλάκα, ούτε τον παππού μαλάκα, ούτε την γιαγιά μαλάκα. Κακό να λέμε μαλάκα, πολύ κακό να λέμε μαλάκα, δεν θα πω ποτέ μαλάκα, δεν λένε τα καλά παιδιά μαλάκα».
«Πρόσεχε στον δρόμο», της έλεγα. 
«Μαλάκα μαμά-Τζίνα» μου απαντούσε δυνατά και αποστομωτικά. Δύο και κάτι η Μαρίνα. Είκοσι πέντε παρά κάτι η μαμά-Τζίνα.
Πέρασαν από εκείνη την 20η Φεβρουαρίου 22 χρόνια. Σαν νεράκι φυλλομετρώ το παρελθόν, με στιγμές που θυμάμαι άλλες πολύ έντονα και άλλες μου θυμίζει η ίδια. Σκέπτομαι κάποια στιγμή, αν θυσίαζα μια ζωούλα στον βωμό της νιότης μου, των σπουδών που έκανα παράλληλα, της ανεμελιάς της ηλικίας που ξέχασα σε σχέση με φίλους και συμφοιτητές, της μαγειρικής και φροντίδας του σπιτιού που αναγκάστηκα να υποβληθώ. Δεν θα υπήρχε μια ψυχούλα που είναι από τα σημαντικότερα πρόσωπα που ζεσταίνουν την ζωή μου. ‘Όχι γιατί είναι παιδί μου, αλλά γιατί με έμαθε τι σημαίνει να ανοίξεις φτερά και να τα μεγαλώνεις κάθε φορά που χρειάζεται να σκεπάζεις την ψυχούλα που έφερες στον κόσμο. Να προσαρμόζεις την αντοχή και την ανοχή σου εκεί που μπαίνει μέσα και το παιδί σου. Δεν υπήρξα ποτέ η κλασσική μανούλα. Μάλλον κάτι έξω από τα γνωστά. Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω αυτό, παρά μόνο εκείνοι που εγώ είχα την χαρά της δική τους ανατροφής τους –με όλα τα ζόρια-και την τύχη να μεγαλώσω και να μεγαλώνω κι εγώ μαζί τους.
Σήμερα γιορτάζω. Μαζί με την Μαρίνα. Μπήκα στο κλαμπ των μαμάδων. Αυτό που περιέχει τα πάντα. Από την μεγαλύτερη σαβούρα μέχρι την πιο ευγενή και άξια ύπαρξη. Το πού κατατάσσεται ο καθένας μας την πραγματικότητα το γνωρίζει. Δεν είναι αυτό το θέμα μου. Το ζήτημα είναι πως κάθε 20η Φεβρουαρίου, η μέρα της Δικαιοσύνης μού χτυπά την πόρτα για να μου πει: «Δικαίως έφερες στον κόσμο αυτό το παιδί. Κράτα μακριά σου τους κακούς, τους σκληρούς, τους αλαζόνες, τους άδειους από αξίες. Αυτοί και άδικοι και χαμένοι είναι. Και δεν θα βρουν πουθενά την δικαίωση».
 

 
επικοινωνείστε: gina.iporta@gmail.com

SHARE
RELATED POSTS
Το Εγώ τού ηθοποιού. (Σκέψεις για τον… Ρινόκερο), του Νότη Μαυρουδή
Η Γυμνή Αλήθεια, του Άρη Μαραγκόπουλου
Ρε, με Αμερικάνες τα γεννήσαμε;, του Χρήστου Μαγγούτα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.