Έτσι κι αυτή, σαν άνθος σπάνιο, θα’ στεκε καμαρωτή να λιμπίζονται όλοι τα κάλλη και τις χάρες της!
Ήταν η Φυλλίς, η ροδομάγουλη, σεμνή κοπέλα, που όμοιά της δε γέννησε καμιά η γη της Θράκης!
Τ’άνθια της ευγενή κι ευαίσθητα!
Σαν τ’άνθια της μυγδαλίτσας κάτω απ’το μπαλκόνι μου, που εδώ και μερικές μέρες άνοιξαν τα ματάκια τους να δούνε το χειμωνιάτικο ήλιο!
Είναι λευκή, πλουμιστή και τη χαζεύω κάθε φορά, που με φέρνουν εδώ τα βήματά μου.
“Ετίναξε την ανθισμένη μυγδαλιά
με τα χεράκια της…”
Μ’άσπρες κορδέλλες κρεμασμένο στο μπράτσο συνοδεύει το τραγούδι του κανταδόρου μια γλυκόλαλη κιθάρα…
Τ’ ωραίο παλικάρι σταμάτησε με το καράβι του να ξαποστάσει γυρνώντας στην πατρίδα του μετά την κατάληψη της Τροίας…
Σπλάχνο του Θησέα, ο Δημοφώντας, νιος κι αυτός όμορφος και λεβέντης.
Σκίρτησαν οι καρδιές, πέταξαν σπίθες οι ματιές κι οι φλόγες άναψαν!
Τα συναισθήματα των δυο νέων βαθιά.
Ο έρωτάς τους, κεραυνός, που καίει τα σωθικά.
Η ευχή του πατέρα ευλογεί την ένωσή τους και το πέπλο του γάμου αγκαλιάζει κεφαλή και πλάτη της όμορφης Φυλλίδας.
“κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.”, σιγομουρμουρίζει ερωτόλογα η κιθαρίτσα…
Όρκοι για αιώνια, παντοτινή αγάπη..
Μα η Αθήνα, πλανεύτρα πόλη, τη νοσταλγία ξυπνά στου νέου την ψυχή!
Δίνει υπόσχεση πως πίσω θα γυρίσει σύντομα…
Μα ο καιρός περνά και κείνη μαραζώνει περιμένοντας.
Κι οι Ολύμπιοι θεοί τη συμπονούν και σ’όμορφο δέντρο τη μεταμορφώνουν!
Για ν’αντέξει πιότερο το χρόνο της προσμονής.
Η αγάπη της δεν πεθαίνει και σαν δέντρο η πεντάμορφη Φυλλίδα γίνεται η ελπίδα.
Πέρασαν χρόνοι και καιροί πολλοί κι ένα δέντρο ξερόφυλλο στη μέση του παγωμένου της Θράκης τοπίο αντίκρισε ο Δημοφώντας, όταν επέστρεψε μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα!
Απελπισμένος, γεμάτος ενοχές και τύψεις αγκαλιάζει τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς μέσα στο καταχείμωνο!
“Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή γλυκά τη φίλησα…”, συνεχίζει ο ρομαντικός ποιητής που γράφει τους στίχους όταν απ’το παράθυρό του ένα χειμωνιάτικο πρωί βλέπει σε μια Πλακιώτικη αυλή τ’άνθη της μυγδαλιάς να ραίνουν ώμους, κεφαλή και μπράτσα της νεαρής ξαδέρφης του.
Ο μύθος κάνει την αμυγδαλιά σύμβολο! Σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας πως η αγάπη ούτε απ’το θάνατο νικιέται και ο Γεώργιος Δροσίνης της δίνει την αθανασία βάζοντάς τη στο στόμα του κάθε ερωτευμένου!
Το ποίημά του, τρυφερός ύμνος στην αγάπη κι η μυγδαλίτσα με τα άνθη της παραμένει να θυμίζει μια εποχή ρομαντική και αθώα που οι παππούδες κι οι γιαγιάδες νοσταλγικά περιγράφουν.
Η ξαδέρφη του Δροσίνη, μια νεαρή Αρσακειάδα, ένα γλυκό, φρέσκο κοριτσόπουλο δίνει την έμπνευση κι ο ποιητικός οίστρος ανεβαίνει στον τροχό και γυρίζει, πλάθει εικόνες απλές, συναισθήματα αγνά.
Κι ο Τζώρτζης ο Κωστής, ο ράφτης, αφήνει την κλωστή και το βελόνι και χτίζει μελώδημα αθάνατο.
Δεν φιλοδοξεί δάφνες συνθέτη. Είναι του Δροσίνη ο λόγος που κάνει τη μελωδία να ρέει αβίαστα απ’τα γρατζουνίσματα στο κιθαρόνι.
Κι οι φίλοι του, νεαρά φανταράκια που μαζί φυλάνε σκοπιά κρατάνε σεκόντο στο τραγουδάκι που έχει σκαρώσει. Κι έτσι διαδίδεται απ’άκρη σ’άκρη η ιστορία της καμαρωτής μυγδαλίτσας και της γλυκιάς κόρης, της λουσμένης στα μυγδαλολούλουδα.
Γίνεται ερωτοτράγουδο, καντάδα για κάθε ερωτοχτυπημένο στο παραθύρι της ωραίας δεσποσύνης που του΄χει κλέψει την καρδιά.
“Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου το χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;…”
Η στράτα της ζωής της έμορφης ξαδέρφης τερματίζει το 1960, όταν στα χρόνια έχει περάσει τον αιώνα κι έτσι καταφέρνει να γίνει γριούλα με χιόνια στα μαλλιά! Η αγάπη που σε ένα παραμύθι ξήλωσε κάποτε μ’ ενοχές και τύψεις ο Δημοφώντας έραψε κάποιος ράφτης απ’το Άργος με το μελώδημά του.
Ήτανε στα 1885 που με μεταξοκλωστές το φυλλοκάρδι ενός νέου ρομαντικού ποιητή κεντά τον ύμνο στην αθάνατη, αγνή αγάπη.
Καταμεσίς μιας παγερής εποχής, μια αυλή στα σοκάκια της Πλάκας ασβεστώνεται και τα νιάτα μιας σεμνής, μακρυμαλλούσας Αρσακειάδας κάνουν μια “Ανθισμένη
Αμυγδαλιά”, αθάνατη!
“…τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.”
SHARE