Συνεχίζοντας το διάβασμα του ημερολογίου, έπεσα πάνω σε μια ιστορία που με άφησε άναυδη, αλλά συγχρόνως χαμογελαστή. Σας την μεταφέρω με λόγια δικά μου, «της καρδιάς», όπως μου βγήκε και όχι όπως καταγράφηκε.
Πρόκειται για τον Δημητράκη Μανακάκη, που κανείς δεν τον είπε ποτέ Δημήτρη, ούτε κύριο Μανακάκη. Ελληνορώσος πρόσφυγας στη Σύρο, πήγε με την μητέρα του στο νησί έχοντας αρκετά μεγάλο κομπόδεμα, που τους επέτρεψε να ζουν άνετα και ο Δημητράκης να φοιτήσει στην Γαλλική Σχολή, μαθαίνοντας τρείς γλώσσες.
Κάποια στιγμή τα χρήματά τους τελείωσαν και η μητέρα του πέθανε. Ο Δημητράκης συνέχισε να ζει, όλο και πιο φτωχικά, χωρίς να χάνει το χαμόγελο και την έμφυτη καλοσύνη του. Για όλους είχε ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα. Ποτέ του δεν δούλεψε. Μόνο βοηθούσε τους γείτονες και τους άγνωστους που έμεναν παραπέρα, κάνοντας θελήματα. Το σπιτάκι που τού έμεινε είχε ένα δωμάτιο με μια μικροσκοπική κουζίνα ισόγεια και ένα δωμάτιο στο επάνω πάτωμα, που μπορούσε να πάει, όχι εσωτερικά, αλλά εξωτερικά! Ανέβαινε με μια ξύλινη σκάλα που την είχε στην μικρή, εσωτερική του αυλή.
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε ο πόλεμος, η κατοχή, οι Ιταλοί, η πείνα, το κρύο…
Τίποτε από αυτά δεν κλόνισε τον Δημητράκη. Έκαψε τα μισά σκαλιά για να ζεσταθεί για λίγες μέρες και κάνοντας κάποιους υπολογισμούς, άφησε τα υπόλοιπα. Όμως, η αγάπη του για τον κόσμο έμεινε ανέπαφη.
Πήρε και ζώστηκε μια τρικολόρε(ιταλική σημαία) και γύριζε στους δρόμους, μέχρι που τον είδαν κάποιοι Ιταλοί και τον λυπήθηκαν. Αποτέλεσμα ήταν να του δώσουν δουλειά στα συσσίτια, ό,τι καλύτερο δηλαδή, γιατί εξασφάλιζε μια καλή μερίδα για τον εαυτό του. Χμ…, δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα.
Ο Δημητράκης είχε μαζέψει κάποιες γάτες στην αυλίτσα του – αυτές που οι Ιταλοί δεν άφηναν σε χλωρό κλαρί- και οι πρώτες που έτρωγαν ήταν αυτές. Μετά, ο Δημητράκης που πριν τον πόλεμο καταβρόχθιζε τεράστιες ποσότητες φαγητού, έτρωγε ελάχιστα, αφήνοντας το μισό, αν όχι περισσότερο, φαγητό για τους πλέον ανήμπορους συνανθρώπους του: εργάτες που σέρνονταν από την πείνα εξαθλιωμένοι, γέροντες, παιδιά ορφανά. Τους φώναζε να κάνουν γρήγορα, να μην κρυώσει το φαγητό, κλαίγοντας από χαρά όποτε τα κατάφερνε. Για όλους φρόντιζε.
Κι έκανε και κάτι άλλο, για όσους δεν γνώριζε για να τους μιλήσει προσωπικά. Στον άθλιο, ξεφτισμένο σκούρο τοίχο του μικροσκοπικού σπιτιού του, έγραφε με κιμωλία κάθε δυο-τρεις μέρες και από ένα παραινετικό λόγο: «Μην απελπίζεστε αδέλφια», «Λίγη υπομονή ακόμη, αγαπητοί μου», «όλα θα τα διορθώσει ο Θεός», «Θάρρος αδέλφια!», «η ειρήνη είναι κοντά» και άλλα πολλά, χωρίς να παίρνει την παραμικρή προφύλαξη.
Πόσοι, άραγε, ήταν οι αφανείς, τρελλοί που έσωσαν ζωές μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς η κοινωνία να το πάρει είδηση, γιατί αυτοί οι τρελλοί δεν νοιάστηκαν σταλιά να το διαδώσουν;
Κάνω μια ευχή: να έχουμε πάντα τέτοιους τρελλούς ανάμεσά μας, να μας βοηθούν να σηκωνόμαστε, όταν πέφτουμε στα σκοτάδια της απελπισίας.
SHARE