Το παρόν κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια συμβολής στην αγωνιώδη συζήτηση που συνεχίζεται από την εποχή της έναρξης της κρίσης.
Όποιος κι αν κατείχε σήμερα τη θέση του υπουργού οικονομικών στην Ελλάδα, θα ήταν αυτονόητος στόχος της συμπυκνωμένης απελπισίας, ανέχειας, έλλειψης ορατής προοπτικής, οργής για τη στέρηση προνομίων γκρίνιας, θλίψης, απογοήτευσης, και όλων των σχετικών συναισθημάτων που γεννά μια κρίση στη ζωή μιας κοινωνίας. Αν σήμερα αναλάμβανε τη θέση ο φιλέλληνας νομπελίστας Πωλ Κρούγκερ ή ο λαλίστατος Γιάννης Βαρουφάκης ή οποιοσδήποτε άλλος ξένος ή Έλληνας που διατείνεται ότι έχει τη λύση στην κατοχή του, πάλι στόχος θα γινόταν των ίδιων συναισθημάτων και του ίδιου κύματος διαμαρτυρίας. Γιατί για καμιά κρίση δεν υπάρχει ξόρκι ή μαγικό κουμπί, που να την εξαφανίζει.
Πολλοί νομίζουν, ακούγοντας την συνέντευξη του, ότι βασικός υπεύθυνος για τα δεινά των ημερών μας είναι προσωπικά ο κ. Στουρνάρας. Άλλοι πάλι τον θεωρούν πιόνι σε μια ευρύτερη συνομωσία, της οποίας προΐστανται η τρόϊκα, η Μέρκελ, ο Σόϊμπλε, το διεθνές κεφάλαιο, οι σιωνιστές κι ότι άλλοι περιέχει ο κατάλογος των ισχυρών που υποτίθεται ότι ορίζουν το σύμπαν του πλανήτη μας. Βασικοί παράγοντες που οδηγούν σε τέτοια πρόχειρα συμπεράσματα είναι η έλλειψη ενημέρωσης, η οργή για ότι υφιστάμεθα – εμπόδιο στη λειτουργία της λογικής και της έρευνας – και πάνω απ’ όλα η σύγχυση που προκάλεσε η νέα εποχή της παγκόσμιας Ιστορίας, που εμφανίστηκε με τη κρίση του 2008.
Μια οποιαδήποτε κρίση, είτε οικονομική, είτε εθνική, είτε εμπόλεμη, δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει ευχάριστα συναισθήματα. Αυτό είναι και το εγκυκλοπαιδικό νόημα της λέξης. Κρίση σημαίνει ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, ότι τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται αντί να μειώνονται. Όταν η κρίση καταφθάνει, κανείς σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να πιστεύει ότι – λόγω της κρίσης – όλα θα βελτιωθούν. Μετά από αυτή την αυτονόητη διαπίστωση, προτάσσεται ένα άλλο μεγάλο θέμα. Ποιος έχει την ευθύνη. Φαντασθείτε πόσο πρόχειρο και ανεδαφικό θα ήταν να λέγαμε ότι την ευθύνη την έχει ο υπουργός οικονομικών! Φεύγοντας γρήγορα απ’ αυτή την παράταιρη εκδοχή, θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στη σφαίρα της λογικής και να πούμε για παράδειγμα ότι την ευθύνη την έχει η Lehman Brothers, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία, το πολιτικό σύστημα, η ευμάρεια που είχαμε συνηθίσει, οι αγορές και η κερδοσκοπία τους, ο καπιταλισμός, η έλλειψη παιδείας, η διαφθορά και ουκ έστι τέλος στον σχετικό κατάλογο. Όποιος προτάσσει μεμονωμένα ένα από τα παραπάνω, προσπαθεί μεν έντιμα να βρει την αλήθεια, αλλά δυστυχώς μελετάει το δέντρο, χωρίς να γνωρίζει ότι βρίσκεται σε ένα δάσος. Όλα τα παραπάνω – κι όχι μόνο – είναι παίχτες και παράγοντες της συγκυρίας που διανύουμε, έχουν αναμιχθεί με τον τρόπο τους στο παιχνίδι της κρίσης, αλλά η ουσία βρίσκεται ένα κλικ πιο πέρα. Το να βρούμε τον υπεύθυνο, τον υπαίτιο δεν είναι μια απλή διαδικασία. Κυρίως διότι δεν είναι κάποιος ή κάποιοι δακτυλοδεικτούμενοι, που έστησαν μια σκευωρία για να δυστυχήσουν τους «λαούς» και πρωτίστως εμάς. Για παράδειγμα τα τοξικά ομόλογα (αφετηρία της κρίσης) μπορούσαν να σκάσουν – και έσκασαν σε πολλές περιπτώσεις – στα χέρια εκείνων που τα εμπνεύστηκαν, με αποτέλεσμα, εκείνη η ομάδα των υπαιτίων να μεταβληθούν σε θύματα της κρίσης που προκάλεσαν. Στο στοίχημα κάποιων δισεκατομμυρίων που παίχτηκε για το αν η Ελλάδα θα μείνει ή θα φύγει από το ευρώ κάποιοι πλούσιοι κέρδισαν και κάποιοι πλούσιοι έχασαν και πτώχυναν. Η παγκοσμιοποίηση, που τόσα δώρα έφερε στην ανθρωπότητα με την άνθιση της επικοινωνίας και της μετακίνησης, με τη βελτίωση της συνεννόησης που έδωσε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στην παγκόσμια ειρήνη, ταυτόχρονα έφερε και νεότευκτα προβλήματα. Μα το ίδιο δεν συνέβη και με τα αυτοκίνητα; Βελτίωσαν την κινητικότητα, αλλά προκαλούν τροχαία δυστυχήματα. Έτσι και με την έκρηξη της παγκοσμιοποίησης. Η διακίνηση άυλων αξιών αυξήθηκε στον υπέρτατο βαθμό, με λογικό επακόλουθο οι επιστήμονες της οικονομίας ταχύτατα να εφεύρουν νέα περίπλοκα προϊόντα, που κυρίευσαν τις παγκόσμιες αγορές. Ένα νέο φαινόμενο που ήταν φυσικό οι κοινωνίες, τα κράτη και οι παγκόσμιοι οργανισμοί να μη προλάβουν να το ελέγξουν ή να το υποτάξουν σε ένα σύγχρονο νομοθετημένο περιβάλλον. Κι ενώ όλα ξεκίνησαν μακριά στην Αμερική, με τη συσσώρευση δανείων κατοικίας που δεν εξυπηρετούνταν, οι συνέπειες με ταχύτητα εξακοντίστηκαν σε όλον τον πλανήτη, γιατί ήδη από καιρό τα τοξικά ομόλογα, που εκεί παράχθηκαν, είχαν αρχίσει το παγκόσμιο πηγαινέλα.
Από αυτή την αλόγιστη, αλλά φυσική ανάπτυξη της καινοτομίας στα οικονομικά προϊόντα προέκυψε η πρωτόγνωρη κρίση του 2008. Αυτή η ανάπτυξη όμως είχε ήδη δώσει τη δυνατότητα στα κράτη να δανείζονται με ευκολία μεγάλα ποσά. Και πριν την κρίση είχε δημιουργηθεί μια ευμάρεια – λόγω της υπερπροσφοράς του χρήματος – που καθόλου πλασματική δεν ήταν. Ήταν απολύτως πραγματική και προσωρινά έδωσε σε πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τη βεβαιότητα ενός ικανοποιητικότατου παρόντος και ενός ευοίωνου μέλλοντος. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν ότι δανείζονταν. Το πρόβλημα ήταν ότι από «αρχέγονη» νοοτροπία είχε αναγάγει το κράτος σε πατερούλη του λαού. Δύο σχέδια Μάρσαλ παρέλασαν απ’ τα χέρια της στα τέλη του 20ου αιώνα – τα μεσογειακά προγράμματα και τα πακέτα Ντελόρ. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τον εύκολο και ανέφελο υπερδανεισμό, μαζί μ’ ένα τρίτο πακέτο – τα ΕΣΠΑ – στις αρχές του 21ου αιώνα. Θα ήταν άδικο να απαξιώσουμε όσα πολλά έγιναν κι άλλαξαν το πρόσωπο της χώρας μας. Όμως ταυτόχρονα κτίσαμε ανεπαισθήτως μια περίπλοκη, δυσκίνητη και αχανή κρατική οντότητα, σε τέτοιο βαθμό που κανείς σήμερα να μη γνωρίζει επακριβώς τους δαιδαλώδεις διαδρόμους που την ορίζουν. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο μεγαλύτερος αριθμός των πολιτών να εξαρτάται αμέσως ή εμμέσως απ’ αυτόν τον γίγαντα που κανένα μάτι δεν μπορεί να τον δει ολόκληρο. Ένα τέτοιο μόρφωμα ήταν φυσικό να γίνει εμπόδιο στην ανάπτυξη, στη παραγωγικότητα, στην ανταγωνιστικότητα και σε ότι άλλο βοηθάει με βεβαιότητα το βιοτικό επίπεδο. Σ’ αυτή την εικόνα πρέπει να προσθέσουμε και μια άλλη, το ίδιο προβληματική. Επίσης χωρίς να το καταλάβουμε καταλύσαμε έναν από τους βασικούς κανόνες της δημοκρατίας, τη διάκριση των εξουσιών. Η νομοθετική εξουσία σταδιακά απορροφήθηκε από την εκτελεστική. Η Βουλή έπαψε να νομοθετεί και το νομοθετικό έργο πέρασε στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να περιπέσουμε σε μια ακατάσχετη νομολαγνεία. Σήμερα την Ελλάδα τη σκέπει ένα κακότεχνο πέπλο απείρων προχειρογραμμένων νόμων, ως επί το πλείστον αντικρουόμενων, παρέα με επίσης άπειρες – συχνά δυσνόητες και ασαφείς – ερμηνευτικές εγκυκλίους.
Κι όταν ήρθε η κρίση και οι αγορές στέρεψαν από την ίδια τους την εφευρετικότητα, μια χώρα σαν τη δικιά μας απέμεινε γυμνή και αποσβολωμένη. Κι ενώ η κρίση ακούμπησε σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης και όλες σχεδόν ήρθαν αντιμέτωπες με τη λιτότητα, εμείς μείναμε μόνοι μας, χωρίς καινούρια δανεικά, χωρίς παραγωγικό ιστό και μ’ ένα δυσθεόρατο χρέος, αδύναμοι μπροστά σε μια κλεψύδρα που άδειαζε. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, όταν οι αγορές έκλεισαν οριστικά τις κάνουλες, εμφανίστηκε το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση να μας δανείσουν. Αν αρνιόμασταν τα δανεικά, η κατάρρευση θα ήταν θεαματική. Χωρίς καμιά μισθοδοτική επάρκεια, χωρίς τραπεζικό σύστημα, χωρίς πρώτες ύλες, θα εκκινούσαμε από την τελευταία θέση σε βιοτικό επίπεδο απ’ όλες τις χώρες της υδρογείου. Τα καινούρια δανεικά όμως συνοδεύονταν από δύο αυτονόητους όρους, δύο μόνον. Ο ένας έλεγε ότι το έλλειμμα θα έπρεπε να μειωθεί, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να βρούμε τρόπους να δαμάσουμε την περίπλοκη και εκτεταμένη κρατική οντότητα που είχαμε δημιουργήσει και όλες τις δαπάνες στις οποίες μας εξανάγκαζε. Ο άλλος έλεγε ότι αυτήν ακριβώς την οντότητα θα έπρεπε να τη μεταρρυθμίσουμε να την κάνουμε μικρότερη, πιο παραγωγική και πιο λειτουργική για τους πολίτες. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι εάν εμείς είχαμε τη δυνατότητα και τη θέληση να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά αυτό το μόρφωμα, που μόνοι μας είχαμε κατασκευάσει (οι πολίτες πιέζοντας και οι πολιτικοί παραχωρώντας για ψηφοθηρία) τότε η τρόϊκα θα αποχωρούσε και απλά θα έστελνε τα λεφτά. Ήταν δίκαιοι οι δύο όροι – ουσιαστικά ένας ήταν – που μας επέβαλλαν οι δανειστές; Ασυζητητί! Κι όποιος το αρνείται θα ήταν υποκριτής, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι κανένας από μας δεν ήταν ευχαριστημένος με τη λειτουργία του κράτους πριν την κρίση.
Κι εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Πώς να επέμβεις σε ένα κράτος που όριζε τις τύχες σε πολύ περισσότερους απ’ το μισό πληθυσμό της χώρας. Γιατί δεν ήταν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι, ήταν κι ένα διόλου ευκαταφρόνητο πλήθος κρατικοδίαιτων «επιχειρηματιών» και επιχειρηματιών που εξαρτιόταν απ’ αυτό. Πώς να διαχειριστείς τη μετάλλαξη ενός κράτους που σίγουρα κανέναν δεν ικανοποιούσε, αλλά που οι περισσότεροι κάποια συμφέροντα είχαν ακουμπήσει επάνω του. Αυτό ήταν από την αρχή της κρίσης το μεγάλο και μοναδικό, αλλά δυσεπίλυτο πρόβλημα που περιελάμβανε η ατζέντα μας. Έτσι λοιπόν η τρόϊκα εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά και πίεζε για τους ευνόητους και λογικούς όρους που είχε εξ αρχής θέσει κι από την άλλη οι κυβερνήσεις αντιστέκονταν και κέρδιζαν μάταιο χρόνο, καθώς αφουγκράζονταν τη κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, όπως αυτός είχε σχηματιστεί τα προηγούμενα τριάντα χρόνια. Αυτός ο κοινωνικός ιστός που έπρεπε να αναδιαταχθεί, αυτός ο κοινωνικός ιστός που ήταν και είναι ακόμη ένα μόνιμο, σταθερό εμπόδιο σε οποιαδήποτε ανάπτυξη.
Κι έτσι όλο το πράγμα στράβωσε. Οι δόσεις ήταν απαραίτητες και από την άλλη ήταν αναμενόμενη η αντίσταση πολιτικών και κοινωνίας. Αυτή η δυσαρμονία οδηγούσε τελικά σε επιπόλαια μέτρα – που τροποποιούνταν συχνά κάτω από πιέσεις – σε κάθετες και άδικες περικοπές της τελευταίας στιγμής, σε πρόχειρα νομοθετήματα που χρειάζονταν καινούριες διορθώσεις. Έτσι σε μια ανειρήνευτη κοινωνία, οι αλλαγές που προέκυπταν – κατά κανόνα – δεν έλυναν προβλήματα ή δημιουργούσαν και καινούρια. Από την άλλη η πρόχειρη και χωρίς σύστημα και λογική μείωση του δημόσιου τομέα δημιουργούσε λευκές απεργίες – λόγω πραγματικής ή πλασματικής έλλειψης προσωπικού – με αποτέλεσμα το κρατικό μόρφωμα να αδυνατίζει μεν, αλλά να μην αλλάζει χαρακτήρα. Χωρίς να είναι στις προθέσεις μας, προσπαθώντας να μειώσουμε το χρέος, με δεκάδες νομοθετήματα και διατάξεις, δημιουργήσαμε μια γραφειοκρατία πολύ πιο περίπλοκη και βασανιστική απ’ ότι ήταν πριν. Ταυτόχρονα ένας αναζωπυρωμένος λαϊκισμός και μια τυφλή αντιπολίτευση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο εμπόδιζε τον διάλογο, τις συμπλεύσεις και τις συναινέσεις. Όλο αυτό το σκηνικό ήταν φυσικό και θα ήταν παράξενο να μη προκύψει. Γιατί όταν επηρεάζεται η ζωή των πολιτών τόσο απότομα, τόσο ριζικά και τόσο μαζικά δεν περισσεύει η λογική σκέψη, η αυτοκριτική και τα νέου τύπου όνειρα.
Η εικόνα μοιάζει ζοφερή, όμως η ζωή πάντα βρίσκει τελικά τον δρόμο. Οι κοινωνίες μέσα από χαώδεις και δυσπρόσιτες διαδικασίες καταφέρνουν να αναδιατάσσονται και να ξαναβρίσκουν το βήμα τους. Αν παραμερίσουμε τις αράχνες της γκρίνιας θα μπορέσουμε να αφουγκραστούμε την σχεδόν αθόρυβη προσπάθεια ανθρώπων που ανιχνεύουν νέους προσανατολισμούς. Οι δυσκολίες μακράς διάρκειας ακονίζουν την ανθεκτικότητα και μας αλλάζουν συχνά χωρίς να το καταλάβουμε. Ο δρόμος είναι ίσως μακρύς, ίσως να είναι και σύντομος. Κι αν δεν προκύψει η εισβολή του απρόβλεπτου, θα ζήσουμε σίγουρα καλύτερες μέρες. Κι είναι φυσικό ο πανικός να καραδοκεί σε κάθε ανήσυχη είδηση. Όμως….
Το χρέος θα κουρευτεί εκ νέου. Κι αυτό είναι μια σίγουρη εξέλιξη που θα προκύψει, όσο κι αν κανείς υπεύθυνος δεν το ομολογεί. Όπως παλιά η υποτίμηση νομίσματος δεν προαναγγέλλονταν, έτσι και το κούρεμα. Είναι ευνόητο και προφανές πόσο ευεργετική θα είναι μια τέτοια εξέλιξη. Όταν μάλιστα για μια ακόμα φορά δεν θα αποτελεί χρεοκοπία, αλλά θα έχει τη συναίνεση των αγορών. Το κούρεμα ενός δημοσίου χρέους δεν είναι παρά μια νέου τύπου αλληλεγγύη.
Το κούρεμα των καταθέσεων δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό που έγινε στη Κύπρο ήταν μια μορφή χρηματοδότησης του χρέους, από ένα υπερβάλλον τραπεζικό σύστημα πνιγμένο στις off shore εταιρίες. Ταυτόχρονα όμως η ΕΕ έχει αποφασίσει να βρει τους τρόπους να μην χρεώνονται οι πολίτες τις στραβοτιμονιές των τραπεζιτών. Έχει αποφασιστεί να εξαλειφθούν φαινόμενα, σαν αυτό που υπέστη η Ελλάδα κι άλλες χώρες, η χρηματοδότηση δηλαδή από το δημόσιο ταμείο, των τραπεζών που δεν περιφρούρησαν τους δείκτες τους.
Η παγκόσμια κοινωνία έχει πάρει δύο αποφάσεις (βρίσκονται πλέον στην ατζέντα και των G8 και των G20). Θα μπουν νέοι κανόνες στη λειτουργία των off shore εταιριών και των φορολογικών παραδείσων όπου κρύβονται τρισεκατομμύρια, αλλά θα ελεγχθεί και η σχέση του τραπεζικού συστήματος με τη διακίνηση χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
Μετά από το παραπάνω αφήγημα της κρίσης, μπορούμε να πούμε ότι οι οικονομικές κρίσεις που συνοδεύουν το καπιταλιστικό σύστημα, δημιουργούν στις ανοιχτές κοινωνίες ανακλαστικές τάσεις προσαρμογής, οι οποίες τελικά οδηγούν στο ξεπέρασμα τους. Και αφήνοντας για το τέλος τις συνομωσίες και τα συμφέροντα που «καταδυναστεύουν» τα έθνη και τους λαούς, θα πρέπει να πούμε ότι πράγματι μια μεγάλη ποικιλία συμφερόντων συνυπάρχουν μέσα σε ένα χαώδες παγκόσμιο περιβάλλον. Γεννιούνται, συγκρούονται, προσαρμόζονται, αναδιατάσσονται δημιουργώντας πάντα μια καινούρια συγκυρία. Και το δυσδιάκριτο ετούτο παίγνιο συνεχίζεται χωρίς διάλειμμα, όσο ο χρόνος κυλάει. Κανείς όμως και κανένα συμφέρον δεν μπορεί να ορίσει τις τύχες των ανθρώπων με έναν σταθερό και μόνιμο τρόπο. Κι όσο μάλιστα ο εκπολιτισμός κερδίζει χώρο στις συνήθειες και στις συνειδήσεις των ανθρώπων, τόσο και τα συμφέροντα αλλάζουν χαρακτήρα και εντάσσονται σ’ αυτό το νέο περιβάλλον.
Με όλα αυτά όμως, ο μηδενισμός που ασύνειδα καιροφυλακτεί, εμποδίζει τους περισσότερους από τους συμπολίτες μας να συμφωνήσουν.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr