Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
Πηλουσιῶτα, χαῖρε, πολλὰ μοι,
Τὸν πηλὸν ἐκδύς, καὶ χαρᾶς τυχὼν ξένης.
Ἐν δ’ lσίδωρον ἔθεντο τετάρτῃ σήματι λυγρῷ.
O Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το 360 μ.Χ. από γονείς θεοφιλείς, και ήταν συγγενής των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) και Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία έλαβε μεγάλη και θαυμαστή θεολογική και φιλοσοφική γνώση. Στην αρχή εργάσθηκε ως διδάσκαλος και κατηχητής της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Επιζητώντας όμως την ησυχία για να δύναται να ασχοληθεί με το έργο της ζωής του, τη μελέτη των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι στο όρος Πηλούσιο, γι’ αυτό έλαβε και το όνομα Πηλουσιώτης. Αργότερα δέχεται την πρόταση να γίνει ιερέας και στη συνέχεια εκλέγεται πανηγυρικά ηγούμενος στο μοναστήρι του.
Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία. Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44). Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές. Εκοιμήθη ειρηνικά το 440 μ.Χ.
Άγιος Αβράμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αρβήλ της Περσίας
Πῶς τοῦτο φρικτὸν τοῖς ἀθληταῖς Κυρίου,
Ἔφασκε δεικνὺς Ἀβράμιος τὸ ξίφος.
Ο Άγιος Αβράμιος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και ήταν Επίσκοπος της Περσικής πόλεως Αρβήλ (τα αρχαία Άρβηλα, πόλη της ΑΑσσυρίας (Μεσοποταμίας), βρισκόταν γύρω στα 90 χιλ. νοτιονατολικά της Μοσσούλης κοντά στα Ιρακινοπερσικά σύνορα. Τώρα ανήκει στο Ιράκ και ονομάζεται Ερμπίλ) επί βασιλέως Σαβωρίου. Κατά το πέμπτο έτος του διωγμού κατά των Χριστιανών, ο οποίος έγινε στην Περσία, ο Άγιος συνελήφθη από τον αρχιμάγο του βασιλέως που ονομαζόταν Αδελφωράς. Ο ειδωλολάτρης αρχιμάγος τον πίεζε, με απειλές και υποσχέσεις να αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Τότε ο Άγιος είπε προς αυτόν: «Άθλιε και ταλαίπωρε, πως δεν φοβάσαι προτρέποντάς με να πράξω κάτι που δεν πρέπει; Νομίζεις ότι είναι φυσικό να αρνηθώ τον Δημιουργό και να προσκυνήσω το κτίσμα και δημιούργημά Του;».
Η στάση του Αγίου εξόργισε τον άρχοντα, ο οποίος έδωσε εντολή να τον μαστιγώσουν με ράβδους γεμάτους ρόζους. Όση ώρα τον κτυπούσαν ο Άγιος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία, δεν ξέρουν τι κάνουν». Και σε κάθε ένα βασανιστήριο επικαλείτο τον Χριστό και έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθα εμένα τον δούλο σου, επειδή σε εσένα πιστεύει η ψυχή μου». Μόλις είδε αυτό ο αρχι-μάγος διέταξε τον διά ξίφους αποκεφαλισμό του Αγίου Αβραμίου. Έτσι ο Άγιος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό.
Όσιος Νικόλαος ο Ομολογητής ο Στουδίτης
Ἔδοξε τῷ στήσαντι μέτρα τῷ βίῳ,
Καὶ Νικόλαον ἐκμετρῆσαι τὸν βίον.
O Όσιος Νικόλαος ο Ομολογητής γεννήθηκε στη Κυδωνία της Κρήτης το 792 μ.Χ. και εκεί διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Σε νεαρή ηλικία οι γονείς του τον έστειλαν στη Κωνσταντινούπολη στο θείο του Θεοφάνη, που ήταν μοναχός στη περιώνυμη Μονή του Στουδίου, όπου και έγινε και αυτός μοναχός.
Στην ησυχία της Μονής, ο Νικόλαος είχε την ευκαιρία να λάβει μεγάλη θεολογική και φιλολογική παιδεία και να αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους ταχυγράφους της εποχής του.
Την περίοδο της εικονομαχίας, η Μονή Στουδίου και οι μοναχοί της, υπέστησαν μεγάλες διώξεις για την προσήλωσή τους στον αγώνα υπέρ των αγίων εικόνων. Την ίδια βέβαια τύχη είχε και ο Νικόλαος, γι’ αυτό και επονομάσθηκε Ομολογητής.
Με τη λήξη της εικονομαχίας (847 μ.Χ.), ο Νικόλαος εξελέγη ηγούμενος της Μονής. Λίγο αργότερα, το 850 μ.Χ., παραιτείται και το 859 μ.Χ. ίδρυσε το μοναστήρι του Κονορωβίου βοηθούμενος από κάποιον πλούσιο και ευσεβή που ονομαζόταν Σαμουήλ.
Αλλά και από εδώ τον παρέσυραν οι εκκλησιαστικές έριδες μεταξύ των οπαδών των Πατριαρχών Ιγνατίου και Φωτίου. Μετέβη λοιπόν, από εδώ στην Προικόνησο, μετά στην Μυτιλήνη και στη συνέχεια στο Εξαμίλι της Θρακικής Χερσονήσου, απ’ όπου οδηγήθηκε με συνοδεία φρουράς, το έτος 866 μ.Χ., ως αιχμάλωτος κατά κάποιο τρόπο, στη μονή Στουδίου.
Το επόμενο έτος ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α’ (867 – 886 μ.Χ.) και ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, κατά την δεύτερη πατριαρχεία του (867 – 877 μ.Χ.), προσέφεραν στον πολυπαθή Όσιο την ηγουμενία της μονής Στουδίου. Εκείνος, λυπούμενος για την ακαταστασία της εποχής, αρνήθηκε.
Ο όσιος Νικόλαος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 4 Φεβρουαρίου του 868 μ.Χ. και το τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντά στα ιερά σκηνώματα των ενδόξων Στουδιτών Ναυκρατίου και Θεοδώρου.
Άγιος Γεώργιος ο Πρίγκιπας
Ο Άγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) γεννήθηκε το έτος 1189 μ.Χ. στην Ρωσία και ήταν υιός του μεγάλου πρίγκιπα Βσέβολοντ. Διαδέχθηκε τον αδελφό του Κωνσταντίνο και έγινε μέγας ηγεμόνας του Βλαδιμίρ και της Σουζδαλίας, λίγο πριν την μάχη του Κάλκα, κατά την οποία οι Μογγόλοι του Μπατού Χαν κατέστρεψαν τον Ρωσικό στρατό. Η βασιλεία του διέρρευσε μέσα από εμφύλιους σπαραγμούς και αγώνες, καθώς και πολέμους κατά των Μογγόλων, οι οποίοι είχαν εισβάλλει στην Ρωσία και λεηλάτησαν την Μόσχα, τη Σουζδαλία και το Βλαδιμίρ. Πράγματι, το έτος 1223 μ.Χ., τα μογγολικά στρατεύματα εισέβαλαν στην χώρα της Ρωσίας, νίκησαν τους διαιρεμένους Ρώσους ηγεμόνες και επέστρεψαν στην Ασία.
Ο Άγιος Γεώργιος φονεύθηκε στη μάχη την οποία συνήψε με τους Μογγόλους στον ποταμό Σίτα στις 4 Μαρτίου 1238 μ.Χ. Ο Επίσκοπος Κύριλλος ενταφίασε το σκήνωμά του στον καθεδρικό ναό του Ροστώβ και δύο χρόνια αργότερα το μετέφερε με ευλάβεια και επισημότητα στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βλαδιμίρ.
Η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο το 1645 μ.Χ.
Ο Όσιος Κύριλλος γεννήθηκε στην περιοχή Γκαλίτς της Κοστρομά από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Η παράδοση αναφέρει ότι είχε τη θεία κλήση εκ κοιλίας μητρός. Από την παιδική του ηλικία επιδόθηκε στην άσκηση και την προσευχή και δέχθηκε την κλήση από τον Θεό διά θείου οράματος. Έτσι εγκατέλειψε την πατρική του οικία, για να εγκαταβιώσει στη μονή των Σπηλαίων του Πσκοφ. Αργότερα, όταν οι γονείς του Οσίου Κυρίλλου πληροφορήθηκαν την απόφαση του υιού τους, ακολούθησαν και αυτοί την μοναχική οδό και έγιναν μοναχοί, πρώτα η μητέρα του με το όνομα Ελένη και στη συνέχεια ο πατέρας του με το όνομα Βαρσανούφιος, του οποίου μάλιστα η πνευματική καθοδήγηση ανετέθη από τον ηγούμενο στον υιό του Κύριλλο.
Ως μοναχός εντυπωσίασε με τις αρετές, την υπακοή, τη μελέτη των Αγίων Γραφών, την αυστηρή άσκηση και την προσευχή, τον ηγούμενο Όσιο Κορνήλιο (τιμάται 20 Φεβρουαρίου) και τους αδελφούς μοναχούς. Μετά την κοίμηση του πατρός του ζήτησε την ευλογία του ηγουμένου της μονής, για να εξέλθει και να ασκητέψει σε έρημο τόπο. Έπειτα από ερημική ζωή είκοσι περίπου ετών σε διάφορους ασκητικούς τόπους της Ρωσικής γης, ο Όσιος κατέληξε στα προάστια της Μόσχας Νόβγκοροντ και Πσκοφ, όπου ζούσε με προσευχή και νηστεία.
Μετά από διαδοχικά θεία σημεία και οράματα της Θεοτόκου, ίδρυσε μονή και ανήγειρε δύο ναούς στη Λευκή Λίμνη, ενώ η οσιακή πολιτεία του προσείλκυε νέους αδελφούς γύρω του. Ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της θαυματουργίας και της διακρίσεως.
Ο Όσιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη, αφού προαισθάνθηκε το τέλος του, το έτος 1532 μ.Χ. Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 15 Ιουνίου και στις 7 Νοεμβρίου.