|
Παναγιά Σουμελά |
Πόσες φορές κατά την διάρκεια της ζωής μας έχουμε αναφερθεί στα τάματα, προσωπικά ή μη. Πόσες φορές όταν οι αναπάντεχες καταστάσεις και οι δυσκολίες διαδέχονται η μια την άλλη σε ανύποπτο χρόνο, αναφωνούμε «Θεέ μου»… και είναι ανθρώπινο να αποκαλούμαστε τα «θεία», αυτά που είναι τόσο ιερά, κομμάτια της παράδοσής μας, της πίστης, άλλοι φανερά και άλλοι κρυφά.
Εγώ πάλι δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω, πιστεύω. Έτσι λοιπόν, μετά από ένα αναπάντεχο περιστατικό, το οποίο σίγουρα σημάδεψε κατά κάποιον τρόπο την ζωή μου, αποφάσισα, και μετά από προτροπή της αγαπημένης μου μητέρας, να ολοκληρώσω το τάμα μου. Κάτι που μου βγήκε ξαφνικά και κάτω από «παράξενους» συνειρμούς. Προορισμός μας θα γινόταν η ξακουστή Παναγία Σουμελά στις Καστανιές Βέροιας.
Δεν νομίζω να είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο μακρινό θα ήταν το ταξίδι μας αυτό. Περιπέτεια, αδρεναλίνη, ψυχή, αγωνία, ανάμικτα συναισθήματα. Η θεία Ελένη θα μας ακολουθούσε και έτσι τα τρία «κορίτσια» θα κάναμε εκδρομή. Χωρίς χάρτες, παρά μόνο με οδηγό την εμπειρία από τα τόσα ταξίδια της οδηγού μητέρας, με βοηθό το αγαπημένο πρόγραμμα google maps στο κινητό μου, ήμασταν σε σίγουρα χέρια. Κουλουράκια, φρυγανιές, νερά και ένα μπουκάλι τσίπουρο που είχε «μεταμφιεστεί» σε μπουκάλι νερό, θα μας έκαναν παρέα στις δύσκολες ώρες. Το ταξίδι το είχαμε υπολογίσει γύρω στις 5 ώρες και σκοπός μας ήταν να το κάνουμε αυθημερόν. Τάμα.
Ξεκινήσαμε πρωί με μια καταπληκτική λιακάδα, τον αέρα να έχει πέσει εντελώς και την ζέστη να κάνει αισθητή την παρουσία της, σωστό καλοκαιράκι. Περνώντας την μοναδική γέφυρα του Ρίου Αντιρρίου για να περάσουμε απέναντι, θαυμάσαμε για άλλη μια φορά αυτό το μεγαλειώδες έργο. Τι γέφυρα, πόσο ευρωπαικών προδιαγραφών, τι καμάρι, τι θέα! Τι να το κάνεις όμως… στο τέλος του δρόμου το παραμύθι τελείωσε γρήγορα «πέφτοντας» στην «εθνική» οδό με προορισμό την Αμφιλοχία αρχικώς. Έψαχνα να βρω γιατί η ονομασία του δρόμου εν έτη 2013 ήταν ακόμη Εθνική Οδός. Τι να πρωτοσχολιάσω… τις λακκούβες ; Τα μπαλώματα που έκαναν το αυτοκίνητο να αναπηδά και να αισθάνεσαι πως τα λάστιχα και οι αναρτήσεις βαρυγκωμούσαν ; Τα φανάρια χωρίς νόημα ή τις ανόητες προσπεράσεις από το αντίθετο ρεύμα χωρίς ίχνος σεβασμού προς τους κανόνες της οδικής συμπεριφοράς. Πωπω, εδώ δεν θέλεις δίπλωμα αυτοκινήτου, σκέφτηκα, μα δίπλωμα «μέντιουμ» για να μαντεύεις τις κινήσεις των άλλων πριν τις κάνουν, να νιώθεις ασφαλής.
Η διαδρομή ήταν όμως πραγματικά πολύ όμορφη και εξισορροπούσε την τρέλα των δρόμων. Ατελείωτο πράσινο, μικρά χωριουδάκια και λίμνες, όλα αυτά έδιναν μια πολύ ξεκούραστη και απολαυστική νότα στην περιπέτειά μας. Φτάνοντας στην Αμφιλοχία, ο δρόμος μπορεί να έφτιαχνε κατά τόπους, αλλά η ασχήμια την πόλης «έβγαζε μάτι». Σαν μια ξεχασμένη πόλη που είχε ζήσει στιγμές αίγλης σε κάποια άλλη δεκαετία, με άναρχες φωτεινές επιγραφές, χωρίς καμία καλαισθησία, φώναζε από τον κορεσμό. Όσα παλιά αρχοντικά είχαν απομείνει ήταν εγκαταλελειμμένα, μια εικόνα από ασπρόμαυρη φωτογραφία του παλιού καιρού. Ο αμβρακικός κόλπος έδινε «ευτυχώς» χρώμα θαλασσί, που όπως και να το κάνουμε ομορφαίνει όλα τα μέρη του κόσμου αυτού. Μικρά ψαροκάικα αραγμένα στο λιμάνι απέναντι σε υπερμοντέρνες καφετέριες και μια παραλία για μπανάκι, μια χαρά εξοχή.
Μετά από μπόλικες παραθαλάσσιες στροφούλες, περνώντας την περιοχή Μενίδι, Κομπότι, τους Άγιους Ανάργυρους, και την Άρτα, μετά από μια βουνίσια διαδρομή βλέπουμε από μακριά την πανέμορφη λίμνη των Ιωαννίνων. Κάρτ ποστάλ. Τι ωραίο μέρος, σκέφτομαι, πόσο ρομαντικό. Να χαζεύεις την λίμνη σούρουπο και να απολαμβάνεις το γεύμα σου σε κάποιο παραδοσιακό μπαλκονάκι. Άλλη ομορφιά, άλλη Ελλάδα. Βουνά, πεδιάδες, λίμνες, πράσινο. Μου θυμίζει κάτι από Ελβετία, Αυστρία. Πως γίνεται να λέμε τόσα για την Βόρεια Ελλάδα και τους κατοίκους τους και να μην λαμβάνουμε υπόψιν μας την ομορφιά αυτού του τόπου. Και η Εγνατία, τι έργο καταπληκτικό και αυτό. Ατελείωτα τούνελ, στρωτός δρόμος και άνεση που σε αφήνει να χαζέψεις και λίγο τα όμορφα χωριά στις πλαγιές των βουνών όπως το Μέτσοβο.
Συνεχίζουμε ακάθεκτες. Περνάμε τον Αλιάκμονα ποταμό, την Κοζάνη, το Δρέπανο, την Βέροια και πλησιάζουμε στο τέλος της περιπλάνησής μας. Μετά από την πόλη της Βέροιας, με την ανάκατη αρχιτεκτονική της και τα αφιλόξενα μαγαζιά, βγαίνουμε στον επαρχιακό δρόμο και το πράσινο εμπλουτίζει ευχάριστα το οπτικό μας πεδίο. Βλέπουμε μια πινακίδα που αναγράφει τον τελικό μας προορισμό. Ο δρόμος ανηφορικός, στο βουνό, τέρμα Θεού στ´αλήθεια. Ὀλα τα μοναστήρια είναι χτισμένα σε καταπληκτικά μέρη, σχολιάζει σωστά η θεία Ελένη, με θέα μοναδική που κόβει την ανάσα. Ο ουρανός επί της γης. Στροφές που δεν σε αφήνουν να αναπτύξεις ταχύτητα και ένας ἀνεμος να φυσάει «αναζωογονητικά», όσο χρειάζεται, μες το καταμεσήμερο. Μια στροφή ακόμη και φτάσαμε. Εστιατόρια, τουριστικά μαγαζιά με εικόνες και φυλαχτά ακόμη και πήλινα σκεύη για παραδοσιακά ποντιακά φαγητά, όλα εκεί. Αυτοκίνητα, πούλμαν, κόσμος. Μετά τα πέτρινα σκαλοπάτια δυο εκκλησίες. Ήξερα σε ποιά εκκλησία έπρεπε να μπούμε, ενστικτωδώς. Ήταν εκεί και με περίμενε. Μια πανέμορφη παλιά εικόνα, ξακουστή για τα θαύματά της, όπου άνθρωποι από όλο τον κόσμο ταξιδεύουν προς τιμήν της. Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο το γεγονός πως ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης, εδώ και 4 χρόνια, γιορτάζει Δεκαπενταύγουστο κάνοντας λιτανεία της συγκεκριμένης εικόνας. Εγώ πάντως το έκανα το τάμα μου… εσείς ;
|
|
|
|
|
|