Ένας γάμος είναι πάντα ένας… γάμος. Ένας γάμος, όμως, στον Γαλατά του 16ου αιώνα, είναι μάλλον σπάνιος, όχι γιατί δεν γίνονταν γάμοι, αλλά επειδή δεν καταγράφηκαν. Εμείς είμαστε τυχεροί, αφού ο Φιλίπ Κανάϊγ, ένας νεαρός Ουγενότος ευγενής, τρελός με τα ταξίδια, παραβρέθηκε σε έναν ελληνικό γάμο και κράτησε σημειώσεις. Όπως θα διαβάσετε, δεν αναφέρει καμία τελετή, αλλά μιλά για όσα τον εντυπωσίασαν.
«Στην είσοδο του σπιτιού φρουρούσαν μερικοί γενίτσαροι. Οι γυναίκες συγκεντρώθηκαν όλες σε μια αίθουσα όπου είχαν τοποθετηθεί πάγκοι χωριστά για τους άντρες και χωριστά για τις γυναίκες. Αυτές οι Ελληνίδες, ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, λες και βγήκαν από τα Reali di Francia ( τα φιγουρίνια της εποχής, που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην Μοδένα το 1491), κάθονταν γύρω από τον θρόνο της νεόνυμφης, χωρίς να μιλούν, χωρίς να γελούν, χωρίς να στρέφουν τα βλέμματα δεξιά κι αριστερά, όπως κάνουν οι άλλες γυναίκες. Άκουγαν μόνο με μεγάλη επισημότητα τραγούδια και μουσική από ελληνική άρπα, που μού φάνηκε θλιβερή κι εντελώς ασυμβίβαστη με τον αρούμενο υμέναιο.
Η νεόνυμφη καθόταν πάνω σ’ έναν επίχρυσο θρόνο, όπως οι βασίλισσες της Κίνας και φορούσε στέμμα στο κεφάλι. Ήταν σαν μια Άρτεμις ανάμεσα στις πανέμορφες και αγνές νύμφες της.
Η λάμψις των μαργαριταριών, των πετραδιών και των άλλων κοσμημάτων τόσο πολύ με θάμπωσαν που δεν μπορούσα να προσέξω και να κρίνω την ομορφιά τους. Άλλωστε, τα χρυσά μαλλιά τους που έπεφταν πάνω στους χιονένιους και απαλούς ώμους τους είχαν κάτι από τις αστραφτερές ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου που δεν μπορεί να αντικρύσει ούτε μάτι αετού. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως η νύφη κρατούσε τα χέρια κρυμμένα σ’ ένα μαντήλι κάτω από το στήθος της κι ότι το φόρεμά της ήταν από βελούδο κρεμεζί, πλισσέ.
Έφεραν γλυκά, εξαιρετικά κρασιά και πολλά ζαχαρωτά. Κι αφού τα γεύτηκαν όλοι, ο γαμπρός, περνώντας ανάμεσα από το σμάρι των γυναικών έφθασε στην εξέδρα της νεόνυμφης και κάθισε πλάι της. Ξαφνικά, τους σκέπασαν και τους δυο μ’ ένα κόκκινο πέπλο. Υποθέτω ότι καθώς ήταν κρυμμένοι θα έδινα ο ένας τον άλλον φλογερούς ασπασμούς (εξ΄ού και το «την κουκουλώθηκε» ). Μετά από λίγο, ο γαμπρός επέστρεψε στα καθίσματα των ανδρών. Στο μεταξύ, η μητέρα, ή η θεία της νύφης έπαιρνε μέσα σ’ ένα αργυρό δίσκο τα δώρα που πρόσφεραν οι συγγενείς και οι φίλοι.
Τότε, ένας γέροντας άρχισε να παίζει στην άρπα ένα ρόντο. Ο πατέρας του γαμπρού πήρε τη νύφη από το χέρι κι άνοιξε τον χορό. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι συγγενείς. Καθένας έπαιρνε από το χέρι για τον χορό την εξαδέλφη του ή κάποια γνωστή του».