Περπατούσε μόνη. Αυτό της αρέσει πάντα κατά βάθος. Η μοναξιά της.
Ακόμα και σε στιγμές συντροφικότητας με αγαπημένους της ανθρώπους, ψάχνει πάντα το χώρο της, τη στιγμή της που σε κανέναν δεν αποκαλύπτει, την ανάσα της. Είναι σαν να θέλει να κρύψει το βλέμμα, τη σκέψη, την καρδιά της σε μια γωνιά που κανείς δεν μπορεί να έχει πρόσβαση.
Είναι τα γενέθλιά της σήμερα. Μεγαλώνει ένα χρόνο. Το κινητό της χτυπάει κάθε τόσο με ευχές. Άλλες κοινότυπες, άλλες πιο ιδιαίτερες, πιο εξατομικευμένες. Μα όλες τους υπέροχες. Πάντα συγκινείται όταν κάποιος τη θυμάται, τη σκέφτεται. Η λήθη είναι αυτή που τη ζορίζει.
Σκέφτεται τί θέλει περισσότερο, τί της λείπει, τί εύχεται στον εαυτό της. Μια σκέψη της έρχεται αβίαστα στο μυαλό. Να είναι και να νιώθει ελεύθερη. Ελεύθερη από δεσμά, φόβους, να νιώθει καλά με τον εαυτό της, να νιώθει καλά μέσα στο σώμα της, να μην πνίγεται, να μην ασφυκτυά, να μη βαράει συναγερμό το μέσα της κάθε τρεις και λίγο. Α! Και να έχει αγάπη.
Ξέρει να αγαπάει; Μεγάλο ερώτημα που κατά καιρούς κατακλύζει το νου της. Κάτι την κάνει και προδίδει, προδίδεται, φοβάται, πληγώνει, πληγώνεται. Θέλει να είναι εκεί, αναζητά στη θεωρία την ισόβια συνύπαρξη αλλά κάτι γίνεται και όταν αποκαλύπτεται αυτή ή ο απέναντι φεύγει. Σαν να μην μπορεί την αποκάλυψη. Σαν να θέλει από τη μια τόσο να ρίξει τη μάσκα της, την άμυνά της αλλά όταν αυτό γίνεται, τρομάζει και δεν το αντέχει. Και συνήθως διαλέγει και τον άλλον να μην αντέχει αυτό που κρύβεται πίσω από τη δική της μάσκα.
Συνεχίζει να περπατά. Με ακουστικά στ αυτιά. Πάντα. Ο «μεγάλος ερωτικός» αρχίζει και παίζει. Όλες τις στιγμές της ζωής της με μια μελωδία του Χατζιδάκι τις έχει συνδέσει. Φτάνει στο παρκάκι της γειτονιάς. Χρόνια είχε να πάει εκεί. Από παιδί. Παρατηρεί τις κούνιες και τα παγκάκια. Της είναι δύσκολο να θυμηθεί πως ακριβώς ήταν πριν 15 χρόνια που έχει να επισκεφτεί το παρκάκι. «Μεγάλωσα», σκέφτηκε και χαμογέλασε.
«Πριν απ τα μάτια μου ήσουν φως,
πριν απ τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί, Γυναίκα».
Είναι πολύ κρύο αυτό το βράδυ. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και το φεγγάρι δεν πολυφαίνεται. Κοιτάει τον ουρανό. Τα μάτια της καρφωμένα στον ουρανό, τα χείλη της ξερά από το κρύο και τα χέρια της στις τσέπες να κρατούνται ζεστά. Τον περιμένει αλλά χωρίς αγωνία. Γι αυτό άλλωστε έφτασε και νωρίτερα. Για να μπορέσει να απολαύσει την ησυχία της νύχτας, να χαθεί σ αυτή και να τον υποδεχτεί χωρίς άγχος, χωρίς πίεση. Με ελευθερία.
(…συνεχίζεται…)