Αγχόνη για τους καταχραστές του Δημοσίου
Την επιφύλαξε ο ιδιόρρυθμος δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος σε δύο ανώτερους αξιωματικούς (έναν του Στρατού κι έναν της Χωροφυλακής), επειδή ζημίωσαν το δημόσιο ταμείο. Ωστόσο αξίζει να τονιστεί ότι ο ίδιος που εμφανιζόταν ως αμείλικτος τιμωρός των καταχραστών του δημόσιου χρήματος, θα κατηγορηθεί μετά την πτώση του για πλήθος οικονομικών σκανδάλων, ενώ κατά τη διάρκεια της εξουσίας του έδειξε αξιοσημείωτη πολιτική και διπλωματική ανεπάρκεια. Ο αντισυνταγματάρχης του Στρατού Διονύσιος Δρακάτος και ο ομοιόβαθμός του της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος καταδικάσθηκαν σε θάνατο από έκτακτο δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου 1925 και εκτελέστηκαν δύο ημέρες αργότερα στου Γουδή.
Δίκη
Η πιο πολύκροτη δίκη στον ένα χρόνο που ίσχυσε το νομοθέτημα αυτό (όσο και η δικτατορία του Πάγκαλου) ξεκίνησε στις 16 Οκτωβρίου 1925 στην αίθουσα του Α’ Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών με 21 κατηγορούμενους (3 στρατιωτικοί, ένας αστυνομικός, ένας πρώην στρατιωτικός και 16 πολίτες). Κατηγορούνταν ότι «δια πλαστογραφιών και απατών και άλλων αθεμίτων μέσων αφήρεσαν κατά διαφόρους εποχάς χρήματα του δημοσίου». Το ποσό, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ανερχόταν σε 25 εκατομμύρια δραχμές.
Η κομπίνα είχε στηθεί ως εξής: Μέλη της σπείρας παρουσιάζονταν στις αρμόδιες αρχές και διεκδικούσαν χρηματικά ποσά για δήθεν επιτάξεις περιουσιακών τους στοιχείων κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Με βάση τις δηλώσεις τους και με τη βοήθεια των αξιωματικών που ήταν στο κόλπο εκδίδονταν υπέρ τους εντάλματα πληρωμών, άλλοτε γνήσια και άλλοτε πλαστά.
Το δικαστήριο που δίκασε τους 21 ήταν έκτακτο και συγκροτήθηκε από πέντε στρατιωτικούς και δύο λαϊκούς δικαστές, με πρόεδρο τον στρατοδίκη Δάρα. Τους κατηγορουμένους υπερασπίστηκε η αφρόκρεμα των δικηγόρων της Αθήνας (Κωνσταντίνος Λυκουρέζος, Άγγελος Τσουκαλάς, Δημήτριος Μπαμπάκος και Χρήστος Σγουρίτσας, μεταξύ άλλων). Οι συνήγοροι υπεράσπισης υπέβαλαν ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, επειδή τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νομοθετήματος Πάγκαλου. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και με το επιχείρημα ότι «Υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία της πατρίδος», κατά παράφραση της γνωστής ρήσης του Κικέρωνα («Salus populi suprema lex esto»).
Η ακροαματική διαδικασία διάρκεσε μέχρι της 23 Νοεμβρίου και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, που παρακολουθούσε τη δίκη στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του στρατοδικείου, αλλά και μέσα από τα πολυσέλιδα αφιερώματα των εφημερίδων. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 24ης Νοεμβρίου, ο στρατοδίκης Δάρας ανέγνωσε την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Τρεις από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών, ο αντισυνταγματάρχης του Στρατού Διονύσιος Δρακάτος, ο αντισυνταγματάρχης της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος και ο έμπορος Αριστείδης Αϊδινλής, δύο σε ισόβια δεσμά, επτά σε διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ οι υπόλοιποι εννέα κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Αμέσως μετά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεστεί η θανατική ποινή, επειδή «εις άπαντα τα πεπολιτισμένα κράτη δεν εφαρμόζεται η εσχάτη των ποινών». Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, όμως, είχε διαφορετική γνώμη και διέταξε την εκτέλεση της θανατικής ποινής για παραδειγματισμό, παρά τις εκκλήσεις του προέδρου του δικαστηρίου, που τον επισκέφθηκε προσωπικά, αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη.
Η Εκτέλεση
Την όλη διαδικασία της εκτέλεσης της εσχάτης των ποινών ανέλαβε το Α’ Σώμα Στρατού, που τότε έδρευε στην Αθήνα. Τόπος, ο συνήθης για τέτοιες περιστάσεις, στου Γουδή, δίπλα στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Χρόνος, η 9η πρωινή της 26ης Νοεμβρίου.
Η άφιξη Ζαριφόπουλου και Δρακάτου στου ΓουδήΤην ημέρα της εκτέλεσης, οι φύλακες ξύπνησαν τους τρεις μελλοθανάτους στις 5 το πρωί. Δύο ώρες αργότερα έλαβαν το τελευταίο τους γεύμα, το οποίο, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, περιλάμβανε κοκορέτσι, μαρίδες, σταφύλια και ρετσίνα. Λίγο αργότερα, ο τρίτος της παρέας των μελλοθανάτων, ο έμπορος Αριστείδης Αϊδινλής, πληροφορήθηκε το ευχάριστο γεγονός ότι δεν θα εκτελεστεί, καθώς έλαβε αναστολή.
Η πομπή με τους δύο, τελικά, μελλοθανάτους έφθασε στον προγραμματισμένο χώρο της εκτέλεσης λίγο πριν από τις 9 το πρωί, ενώ πλήθος κόσμου είχε λάβει θέσεις για να παρακολουθήσει το μοναδικό θέαμα, καθώς πρώτη φορά γινόταν εκτέλεση δια απαγχονισμού στην Ελλάδα. Ο Τύπος υπολόγισε το συγκεντρωμένο πλήθος σε 20.000, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν εκεί από το βράδυ για να εξασφαλίσουν μία καλή θέση με θέα το ικρίωμα. Ανάμεσα στο πλήθος βρισκόταν και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, που αργότερα θα γράψει το ποίημα «Η πεδιάς και νεκροταφείον».
Στο μέσο ενός γυμνού χώρου περικυκλωμένου από δένδρα είχε στηθεί το ικρίωμα σε σχήμα Π. Από τον οριζόντιο στύλο κρέμονταν τρία σχοινιά που κατέληγαν σε βρόχο. Γύρω από το ικρίωμα ήταν παρατεταγμένα στρατιωτικά τμήματα (τάγματα πεζικού και μία ίλη ιππικού) και το γενικό πρόσταγμα είχε ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής. Στις 9:15 π.μ. οι δύο μελλοθάνατοι παραδίδονται στον εθελοντή δήμιο Κοτρωνάρο, ο οποίος αφού πρώτα τους δένει τα χέρια, στη συνέχεια τους καλύπτει το πρόσωπο με λευκές κουκούλες και τους σφίγγει τον βρόχο στο λαιμό.
Η μεγάλη στιγμή έχει φθάσει. Στις 9:21 π.μ, ο επικεφαλής αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος ανθυπασπιστής Κυριακού δίνει το πρόσταγμα «Σύρατε!». Τα ανάβαθρα σύρονται απότομα και τα δύο σώματα αιωρούναι άψυχα στο κενό. Στη συνέχεια, τα στρατιωτικά τμήματα παρελαύνουν μπροστά από το ικρίωμα και η σεμνή τελετή λαμβάνει τέλος.
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ήταν στρατιωτικός και πολιτικός από τη Σαλαμίνα. Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1878 από πατέρα γιατρό και πολιτευόμενο, αρβανίτικης καταγωγής. Αφού περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1900, πρώτος στην τάξη του, ως ανθυπολοχαγός πεζικού. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και συγκεκριμένα στην Ακαδημία Πολέμου του Παρισιού. Έφρασε μέχρι το βαθμό του αντιστρατήγου (1924) και αποστρατεύτηκε οριστικά το 1926.