Όταν αντιληφθήκαμε το 2010 ότι η Ελλάδα χρεοκόπησε – κάτι που δεν περνούσε απ’ το μυαλό μας ένα χρόνο πριν – αφού ξεμπερδέψαμε με γενικόλογους αφορισμούς για τους ενόχους, μέσα κι έξω απ’ τη χώρα μας, μια επιθυμία ήταν διάχυτη σε όλους: να διαγραφεί το απαράδεκτο χρέος που μας φόρτωσαν οι «επάρατες» αγορές. Αλλά, όταν αυτό συνέβη και μάλιστα δύο φορές, αιφνιδιαστήκαμε.
Η ατμόσφαιρα γέμισε με σχόλια που επέτειναν τη σύγχυση. Η αναδιάρθρωση του χρέους – που στη καθομιλουμένη ονομάστηκε κούρεμα – δεν έμοιαζε πια και τόσο ελκυστική. Τώρα, όμως, που η σκόνη κατακάθισε, ας σχολιάσουμε τις βασικές ενστάσεις.
Πολλοί είπαν ότι έγινε καθυστερημένα κι η αυτονόητη αυτή πράξη έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή. Άλλοι είπαν ότι το κούρεμα ήταν σχέδιο κερδοσκόπων. Μόλις αντιληφθήκαμε την εξάρτηση των ασφαλιστικών ταμείων, επιπόλαια συμπεράναμε ότι το κούρεμα ήταν στο σύνολο του καταστροφικό. Και τέλος με φόβο διαπιστώσαμε τους τριγμούς του τραπεζικού συστήματος. Όμως… Η αναδιάρθρωση του χρέους δεν ήταν μια αυτονόητη πράξη, για τον απλούστατο λόγο ότι ποτέ δεν είχε συμβεί στο παρελθόν, ως μια συναίνεση δανειστών και οφειλετών. Η συμφωνία ήταν αποτέλεσμα μιας σκληρής και χρονοβόρας διαπραγμάτευσης, που υποτιμήθηκε. Όσοι κέρδισαν από το κούρεμα δεν ήταν κερδοσκόποι, αλλά έξυπνοι και καθ’ όλα νόμιμοι επενδυτές. Αγόρασαν τα ελληνικά ομόλογα, όταν αυτά τα ξεφορτώνονταν άλλοι ιδιοκτήτες, ως σκουπίδια και στη συνέχεια τα πούλησαν στη τιμή του κουρέματος, κερδίζοντας. Τέλος σε ό,τι αφορά στις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, αν είχαν έξυπνους διαχειριστές, θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν απεξαρτηθεί από το ελληνικό χρέος νωρίτερα, ήδη από το 2009, όταν το έλλειμμα είχε πάρει την ανηφόρα και η αδυναμία δανεισμού ήταν προ των πυλών.
Το κούρεμα φώτισε μια πτυχή της πραγματικότητας που δεν την είχαμε συνειδητοποιήσει. Τη διασπορά των αγορών και τη διήθηση τους μέσα στη κοινωνία. Και πάντα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγορές, άλλαξαν χαρακτήρα και επεκτάθηκαν ραγδαία χάρις στα τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα, που με πολύ μεγάλη επιτάχυνση διαδόθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αν έχουμε αποδεχθεί το συμπέρασμα – ειπωμένο σε προηγούμενα κείμενα – ότι η κυρίαρχη αντίθεση εντοπίζεται ανάμεσα στα υπερχρεωμένα κράτη-έθνη και τις αγορές, τότε και η κεντρική σύγκρουση, το θέατρο αυτού του πολέμου έχει να κάνει με τους δύο αυτούς πόλους. Ο διαλεκτικός υλισμός σαν μέθοδος, αυτό προσπαθεί να διακρίνει. Το κυρίαρχο ανάμεσα στα επί μέρους, τα οποία στροβιλίζονται γύρω μας, έρχονται και παρέρχονται, αναδύονται και βυθίζονται, δημιουργώντας συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες στην προσπάθεια να διακρίνουμε ποια είναι η βασική κινητήρια δύναμη που κινεί το παρόν μας.
Όμως, πέρα από το κούρεμα του κρατικού χρέους, είχαμε πρόσφατα και μια νέα επιδρομή, μια νέα κερδισμένη μάχη. Το κούρεμα του πλούτου που συσσώρευσαν οι αγορές σε τραπεζικά συστήματα που είχαν προ πολλού αλώσει. Δυστυχώς αυτό έγινε στη Κύπρο. Αν είχε συμβεί στα νησιά Κέϋμαν τότε δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Και βέβαια είναι στρουθοκαμηλισμός να εξοργιζόμαστε για τις ανά τον κόσμο off shore εταιρίες, αλλά να χύνουμε κροκοδείλια δάκρια για τις ίδιες εταιρίες, που έχασαν τα χρήματα τους, μόνο και μόνο επειδή τις κατείχαν «συγγενείς» μας. Γιατί όμως συνέβη στην Κύπρο και όχι στη Μάλτα και στο Λουξεμβούργο; Για τον απλούστατο λόγο ότι οι διαχειριστές των κεφαλαίων εκεί, έκαναν λάθος επενδύσεις, ενώ στις άλλες κυψέλες off shore εταιριών – προς το παρόν – επενδύουν σωστά. Όμως, ας το πάρουμε απόφαση. Όταν ένα τραπεζικό σύστημα έχει γίνει ολοκληρωτικά υποχείριο των αγορών, τότε θα βρίσκεται καθημερινά σε κίνδυνο.
Το κούρεμα ήταν μια επαναστατική πράξη, ένα όπλο μάχης στα χέρια του ενός στρατοπέδου, εκείνου όπου ανήκουν τα κράτη-έθνη. Και στην περίπτωση του κρατικού χρέους, αλλά και στην περίπτωση του συσσωρευμένου πλούτου των αγορών που εμφιαλώθηκε σ’ ένα τραπεζικό σύστημα. Ένας πλούτος που προήλθε από μαύρο χρήμα (δηλαδή αφορολόγητο), από βρώμικο χρήμα (δηλαδή προϊόν εγκλήματος) ή από τοξικό χρήμα (δηλαδή από χρηματοπιστωτικά προϊόντα που εμπεριέχουν απάτη). Μπορεί η ελληνική και η κυπριακή περίπτωση να μην ήταν καθοριστικές νίκες, αλλά ήταν μια αρχή, το πρώτο βήμα. Γιατί μόνο μια παγκόσμια συμμαχία – που ανεπαισθήτως οικοδομείται – θα μπορούσε να κερδίσει ολόκληρο τον πόλεμο κι όχι μόνο μεμονωμένες μάχες. Ίσως όταν το μέλλον που είναι μπροστά μας, γίνει σύντομα ή αργότερα παρόν, ίσως αυτό το όπλο να χρησιμοποιείται πιο συχνά, πιο αποτελεσματικά και – το ευκταίο – πιο θεσμικά.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr