Γεγονότα της συντεχνίας που γνωρίζω από πρώτο χέρι διαπίστωσα άλλη μια φορά στη Σαλονίκη κατά κόρον: 1. συγγραφείς που ακολουθούν κατά πόδας καταξιωμένους συγγραφείς, συγγραφείς που υποκλίνονται σε κάθε είδους ανάξιο σχετικό με το επάγγελμα, που βιάζονται να γίνουν φίλοι μαζί του, με την ελπίδα ότι αυτή η σχέση ανταλλαγής θα αποφέρει κάτι στο άμεσο ή στο προσεχές μέλλον, ως προς το «επάγγελμά» τους
2. συγγραφίνες κατ’ επάγγελμα, γυναίκες κατ’ επάγγελμα, creative writing να διδάσκουν ή να διδάσκονται κατ’ επάγγελμα, έτοιμες να κατασπαράξουν ό,τι σταθεί εμπόδιο στον δρόμο τους, έτοιμες να φάνε, να πιούνε, να κοιμηθούνε, με όποιον θα, κάτι, κάτι έστω μικρό, γι’ αυτές, για το που επιμένουν να ορίζουν μέσα κι έξω τους ως «επάγγελμα», ενώ είναι τέχνη.
3. αλαζόνες του χώρου κατ’ επάγγελμα, πανεπιστημιακοί, κριτικοί, εφημερίδων παρουσιαστές, όλοι με εξασφαλισμένο μισθό-μισθουλάκο που, σε αυτούς τους καιρούς μετράει, μετράει ψυχικά οπωσδήποτε, να περιφέρουν, κατά μικρές μασονικές ομάδες, την αλαζονική τους όψη, συνωμοτικά κόβοντας και ράβοντας τον φαντασιακό χάρτη της ελληνικής γραφής, ανάλογα με τα πρόσκαιρα συμφέροντα από τα οποία εξαρτούν τη θέση-θεσούλα τους, στην εξουσία των γραμμάτων και τεχνών της Ψωροκώσταινας. (Μαζί τους, εννοείται, γέροι και λιγότερο γέροι συστημικοί συγγραφείς.)
4. Διάφοροι παραγοντίσκοι του βιβλίου, η επιτομή του γλοιώδους, εκδότες που φωνασκούν κατά του ΕΚΕΒΙ (γυρνώντας επιδεικτικά την πλάτη στα παιδιά που εργάστηκαν για την έκθεση…) και γλείφουν ξεδιάντροπα τον αρχοντοχωριάτη υφυπουργό πολιτισμού, πρώην/νυν στελέχη του ΕΚΕΒΙ που περιμένουν κάτι καλύτερο στις εξελίξεις, στελέχη του ΥΠΠΟ, διάφοροι, διάφοροι, διάφοροι, ων ουκ έστιν αριθμός, να συζητούν κοπανιστό αέρα επί ώρες επιμένοντας έτσι στη φαύλη, και άρα ελληνικότατη, ύπαρξη των «συμφερόντων» τους.
Αλλά διαπίστωσα και μερικές ομορφιές: νέα παιδιά που ψάχνονται και ψάχνουν, που ξέρουν να σκαλίζουν ανάμεσα στα σκουπίδια της βιβλιαγοράς, που χωρίς να περιμένουν πολλά, περιμένουν κάμποσα από την τέχνη του λόγου, που ακούνε, που δεν βιάζονται να κάνουν τον έξυπνο «παίρνοντας θέση» και που δεν ξέρουν ακόμα τι θα κάνουν στη ζωή τους. Ευτυχώς.
Κι άλλες ομορφιές. Κάτι υπέροχα γεροντικά ζευγάρια που δεν κάμπτονται από το oμοιόμορφο pulp σκουπιδαριό, που ακόμα αναζητούν ερωτηματικά στα βιβλία, έχοντας πλανηθεί τόσες και τόσες φορές από τις «απαντήσεις», απογοητευμένα από τη ζωή κι ωστόσο αποφασισμένα να τη ζήσουν ως το τέλος κ.λπ. κ.λπ. Και που ρωτούν για το κάθε βιβλίο πολύ υποψιασμένα, επειδή η ζωή τους έχει μάθει πολλά.
Κι ακόμα: δυο – τρεις συγγραφείς, που οι φωνές μας σιγά σιγά συγκλίνουν προς μια κατεύθυνση. Βρήκα την ευκαιρία, εγώ που είμαι πολύ μοναχικός/μονόχνωτος να συζητήσω κάμποσο μαζί τους.
Και μια ενοχή: μια κοπέλα, θα ήταν, δεν θα ήταν, είκοσι χρονών, έψαξε πάνω από δέκα βιβλία προσεκτικά, της εξηγούσα αυτό κι εκείνο και το άλλο προσπαθώντας να κατανοήσω τα ενδιαφέροντά της, και στο τέλος, καθώς έβλεπα, φως φανάρι ότι κάποια τα ήθελε οπωσδήποτε, με αφήνει ξεκρέμαστο, ανόητο, άοπλο καθώς μου λέει ωμά, πικρά, στοχαστικά αλλά όχι εχθρικά: «Δεν έχω λεφτά». Γυρνάω να το συζητήσω μια στιγμή με τον συνεργάτη μου να αποφασίσουμε τι θα χαρίσουμε στο κορίτσι και, μέχρι να γυρίσω πίσω, ένα λεπτό έκανα, όχι παραπάνω, έχει εξαφανιστεί. Δεν την ξαναείδα. Άργησα. Άργησα να σταθώ αποφασιστικά απέναντι σ’ αυτή τη μεγαλειώδη αξιοπρέπεια. «Δεν έχω αλλά δεν θα σου φορτωθώ κιόλας», είναι σαν να την ακούω να μου λέει – κι ας μην είπε τίποτε παραπάνω. Και την ίδια ώρα κάτι άλλοι τύποι, με τη θέση-θεσούλα τους που τους ανέφερα παραπάνω, να μου κολλάνε με διάφορα προσχήματα να τους δώσω δωρεάν το βιβλίο μου. Κρατιέμαι, κρατήθηκα να μην τους το φέρω στο κεφάλι.