* Ο Γιάννης Πανούσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών
Εξεγείρομαι άρα υπάρχω;
Αλμπέρ Καμύ, Ο εξεγερμένος άνθρωπος
Γνωστή και χιλιοειπωμένη η ρυθμιστική/κυρωτική και η παιδαγωγική/ιδεολογική λειτουργία του Δικαίου, η επιβολή συμπεριφορών και η διάπλαση συνειδήσεων στη βάση ενός αξιολογικού πλαισίου, το οποίο, όσο σχετικό κι αν το θεωρούν ορισμένοι, δεν παύει να είναι το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί ένα ειρηνικό κοινωνικό συμβόλαιο. Μερικοί αντι-δρούν στον κοινωνικό καταναγκασμό του κρατικού δικαίου, ισχυριζόμενοι ότι οι μάζες μπορούν-αυθορμήτως [;] – να παράγουν Δίκαιο [αν και κατά βάθος δεν αγνοούν ότι ένα τέτοιο άνοιγμα μάλλον θα έδινε την ευκαιρία σε ιδιωτικές εξουσίες ν’αρχίσουν κι αυτές να ‘νομοθετούν’].
Γνωστή και χιλιογραμμένη η διαμάχη ανάμεσα στο νομικό θετικισμό, το φορμαλισμό, την τυποκρατία του νόμου και “το νομικό σοσιαλισμό”, τις ερμηνείες του ελεύθερου δικαίου, την κοινωνιολογική προσέγγιση του συστήματος νομικών κανόνων. Σε καμμία όμως περίπτωση αυτή η νομικοθεωρητική και νομολογιακή αντίθεση δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όποιος διαφωνεί με το νόμο δεν τον εφαρμόζει ατιμωρητί επικαλούμενος το δικό του “δίκιο”. Αναρωτιέμαι σε τέτοιες καταστάσεις πώς νομίζουν κάποιοι ότι θα λύνονται οι συγκρούσεις: από τη φυσική[sic] διακυβέρνηση των πραγμάτων, από τη μηχανική Αλληλεγγύη, από τον ορθολογισμό του φυσικού δικαίου[;], από το δίκαιο της πυγμής και της ισχύος; Σε αυτές τις καταστάσεις ποιός έχει την αλήθεια με το μέρος του: το θεσπισμένο Δίκαιο, το περί δικαίου αίσθημα του κάθε λαού ή το δίκαιο του τάδε και του δείνα;
Εκείνοι που αρνούνται ν’αναγνωρίσουν το μονοπώλιο της Πολιτείας στο νομοθετείν και κατ’επέκταση αμφισβητούν τη δημοκρατική νομιμοποίηση, αναρωτιέμαι [κι ελπίζω ν’αναρωτιώνται και οι ίδιοι]: χωρίς τις δημοκρατικές εγγυήσεις του Κράτους δικαίου πώς άραγε κατοχυρώνεται ο σεβασμός στις αξίες της ανεκτικότητας στη διαφορετικότητα,ακόμα και σε αυτήν που θέτει σε κίνδυνο την ειρηνική συμβίωση;
Χωρίς εμπιστοσύνη στους νομικούς/κοινωνικούς θεσμούς μπορεί ο καθένας να ζει σε μία εικονική πραγματικότητα ελεύθερης, απρόσκοπτης κι άνομης άσκησης των δικαιωμάτων του, η οποία μπορεί να φτάνει μέχρι την πλήρη καταπάτηση/κατάργηση των δικαιωμάτων των άλλων;
Πώς είναι δυνατό να φτάσει κάποιος στην έσχατη πλάνη να γοητεύεται από τον αντι-Διαφωτισμό και να προτιμάει την αγέλη πειθήνιων κι υποτακτικών μαζών από τους ανεξάρτητους, ακόμα κι ατίθασους, πολίτες, οι οποίοι δεν υιοθετούν ακραίες απόψεις και προφανώς δεν χαρακτηρίζονται, ούτε βέβαια είναι, “εχθροί του λαού”;
Άλογοι πολιτικοί μύθοι, λαΐκοεθνικισμοί, αντι-αστικοί ιδεαλισμοί κινητοποιούν το θυμικό για να ρευστοποιήσουν την προσωπική ελευθερία σκέψης/απόφασης.
Επειδή η επίκληση του ιστορικού ντετερμινισμού ή του πεπρωμένου[;] της κοινωνίας γίνεται πάντοτε εκ του πονηρού κι επειδή οι ex nihilo διατυπώσεις χρησμών υποκρύπτουν ένα αδικαιολόγητο μίσος[;] κατά του πολιτικού και νομικού φιλελευθερισμού [θυμίζω: λαΐκή κυριαρχία, Κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα], πιστεύω ότι το καλό της ολότητας δεν υπηρετείται από δογματισμούς. Από την αδικία κατά των πολιτών στην πολιτική ανυπακοή των ομάδων, μιάς δόλιας ταύτισης δρόμος. Μολονότι ακόμα και ο Μαρξ είχε πει ότι ο σοσιαλισμός συνίσταται στην πραγμάτωση αστικών ιδεωδών, και με την έννοια αυτή δεν ωφελεί η αφηρημένη άρνησή τους, ορισμένοι θέλουν ν’ακυρώσουν γενικά την όποια κοινωνική συναινετική διαδικασία, την όποια ατομική ή συλλογική αστική δημοκρατική ταυτότητα.
Κάθε πολιτικό μόρφωμα οφείλει να επιλέγει στρατηγικό στόχο και να θέτει ζητήματα/διλήμματα κρίσιμων επιλογών, με βάση αρχές και αξίες. Σε καμμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται ο άμεσος ή έμμεσος στόχος μιάς πολιτικής [;] να είναι η αποδυνάμωση ή η κατάλυση της Δημοκρατίας. Αυτή την αρχή πρέπει να τη συνυπογράψουν άπαντες: κόμματα, πολίτες, διανοούμενοι. Διαφορετικά θα ρωτάμε ο ένας τον άλλον : “από που πάμε για τον κοινωνικό πόλεμο;”
ΥΓ. “Η νύχτα ψάχνει
ερειπωμένες λέξεις
να ενεδρεύσει” [Θ.Βοριάς, Πυγολαμπίδες]