Στις 20 Νοεμβρίου 1979, μία πολυεθνική ομάδα εξτρεμιστών μουσουλμάνων κατέλαβε το Μεγάλο Τέμενος της Μέκκας, με απώτερο στόχο να εκθρονίσει τη δυναστεία των Σαούντ, που κυβερνούσε τη Σαουδική Αραβία από το 1932. Οι σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας, με γαλλική και πακιστανική βοήθεια, κατέστειλαν την εξέγερση δεκαπέντε ημέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου, προκαλώντας λουτρό αίματος. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν από τους γενεσιουργούς λόγους της Αλ Κάιντα και πηγή έμπνευσης για τον ηγέτης της Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Το περιστατικό άρχισε να εκτυλίσσεται νωρίς το πρωί της 20ης Νοεμβρίου, όταν χιλιάδες πιστοί -υπολογίζονται από 50 έως 100.000- είχαν συγκεντρωθεί στη Μέκκα, τον ιερό τόπο των μουσουλμάνων, για να γιορτάσουν την πρωτοχρονιά του μουσουλμανικού έτους 1400 και να προσευχηθούν. Κι ενώ ο ιμάμης ετοιμαζόταν να κηρύξει την έναρξη της προσευχής, μία πολυεθνική ομάδα αποφασισμένων ανδρών, με επικεφαλής τον Γιουχαϊμάν αλ-Οτάιμπι, εισβάλλει στο χώρο, αφού προηγουμένως σκότωσε τους φύλακες του Μεγάλου Τεμένους. Καταλαμβάνει το χώρο, κλειδώνει τις πύλες και κρατά ως ομήρους χιλιάδες πιστούς. Οι εισβολείς υπολογίζονται γύρω στους 500, κατάγονται από χώρες όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ και είναι άρτια εξοπλισμένοι.
Το χτύπημα είναι μεγάλο για τη βασιλική οικογένεια, που βλέπει να αμφισβητείται η εξουσία της. Δείχνει αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις και κατηγορεί το Ιράν ότι κρύβεται πίσω από την επίθεση. Τη ρητορική αυτή υιοθετεί και η Δύση. Βρισκόμαστε στο 1979, σε μία εποχή αφύπνισης των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής, που απογοητευμένοι από τα διεφθαρμένα λαϊκά καθεστώτα της περιοχής έλκονται από τη γοητεία της Ιρανικής Επανάστασης, που μετρά λίγους μήνες στην εξουσία και με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη Δύση.
Ο ηγέτης των εισβολέων αλ-Οτάιμπι διακηρύσσει ότι o κουνιάδος του Μοχάμετ Αμπντουλάχ αλ-Καχτανί είναι ο Μαχντί του Κορανίου, ο απεσταλμένος του Θεού, που έχει έλθει στη γη πριν από την Ημέρα της Κρίσεως για να απαλλάξει τον κόσμο από το κακό. Και το κακό το προσωποποιεί στον οίκο των Σαούντ, που τον χαρακτηρίζει διεφθαρμένο και καταστροφέα του πολιτισμού της χώρας με τον βίαιο εκδυτικισμό που επιχείρησε. Ζητά την επιστροφή στις ρίζες του Ισλάμ, την καταδίκη της Δύσης, την απέλαση των αλλοδαπών και τον τερματισμό της εκπαίδευσης των γυναικών.
Η Σαουδαραβική ηγεσία, όταν συνήλθε από την έκπληξη, άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια της για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τα πράγματα περιπλέχτηκαν ακόμη περισσότερο, διότι, σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση, δεν μπορεί κάποιος να οπλοφορεί στον ιερό χώρο της Μέκκας. Χρειάστηκε να εκδοθεί φετφάς από τον θρησκευτικό ηγέτη της χώρας για να πραγματοποιηθεί η ένοπλη επιχείρηση. Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε ήταν η αχανής έκταση και το πολυδαίδαλο του Μεγάλου Τεμένους, που είχε πάνω από 1.000 δωμάτια. Λύθηκε και αυτό με τη συνδρομή της κατασκευαστικής εταιρείας του πατέρα του Οσάμα Μπιν Λάντεν, που είχε επιμεληθεί την ανακαίνισή του κι έθεσε στη διάθεση των αρχών τα σχέδια του χώρου.
Η επιχείρηση ανακατάληψης του τεμένους ήταν πολυήμερη. Κράτησε έως τις 4 Δεκεμβρίου κι έληξε με επιτυχία. Την επιχείρηση έφεραν σε πέρας οι σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας, συνεπικουρούμενες από Γάλλους και Πακιστανούς κομάντος. Οι απώλειες για τους εισβολείς ανήλθαν σε 117 νεκρούς και απροσδιόριστο αριθμό τραυματιών. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν 127 νεκρούς και 451 τραυματίες. Ο μικρός αριθμός των απωλειών οφείλεται στην απόφαση των εισβολέων να αφήσουν ελεύθερους τους προσκυνητές. Πάντως, δυτικές πηγές αμφισβήτησαν τα επίσημα στοιχεία, θεωρώντας ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Οι σαουδαραβικές συνέλαβαν 63 από τους κινηματίες, ανάμεσά τους και τον Αλ-Οτάιμπι. Στη δίκη τους που έγινε με συνοπτικές διαδικασίες δεν διαπιστώθηκε ανάμιξη του Ιράν. Άλλωστε, κανείς τους δεν ήταν Ιρανός και επιπρόσθετα ήταν ουαχαμπίτες ή σαλαφιστές σουνίτες (οι Ιρανοί είναι σιίτες), όπως και οι άνδρες της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Στις 9 Ιανουαρίου 1980 άπαντες οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού σε εννέα πόλεις της Σαουδικής Αραβίας.