Πρόσωπα-Αφιερώματα

Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love
Θα σας πω λίγα λόγια για τη ζωή του, αλλά το αφιέρωμα θα πάρει ανάσα και ζωή από ένα απόσπασμα της δικής του, καταπληκτικής γραφής. Μιας γραφής που με μεγάλωσε, μου έμαθε ένα σωρό πράγματα, μου κίνησε το ενδιαφέρον για την ψυχολογία και την ερμηνεία των πράξεων των γύρω μου ανθρώπων. Μιας γραφής που σημάδεψε τα χρόνια της εφηβείας μου- ναι, από τότε τον μελετούσα, υπογράμμιζα ατελείωτες φράσεις του, αφού μου φαινόταν όλες σπουδαίες, φτάνοντας στο σημείο να μεταφέρω κάποιες και στις μαθητικές εκθέσεις μου.

Ο Φιοντόρ γεννήθηκε στη Μόσχα, ένας απλός γιος κληρικού, που σύμφωνα με την παράδοση έπρεπε κι εκείνος να γίνει κληρικός. Ανήσυχο πνεύμα, όμως καθώς ήταν, κατάφερε να σπουδάσει ιατρική, να γίνει στρατιωτικός γιατρός και μέσω του επαγγέλματός του να εισέλθει στην αριστοκρατία.
Ο πατέρας του αγόρασε το 1831 ένα μεγάλο αγρόκτημα και ο Φιοντόρ μου δεν μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση, αλλά παρατηρώντας τους συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και βλέποντας πραγματικά τη φτώχεια από τη θέση του διευθυντή του πτωχοκομείου. Με τη λογοτεχνία άρχισε να ασχολείται το 1843.
Έξι χρόνια αργότερα καταδικάζεται σε θάνατο, με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε προδοτική συνωμοσία. Υπέστη αρκετές εικονικές εκτελέσεις, μέχρι που η ποινή του μετατράπηκε σε τετραετή εξορία στο όμσκ της Σιβηρίας.
Το 1859 εκδηλώ εται το πάθος του για τα τυχερά παιγνίδια που τον έφερε στο χείλος της υλικής και της σωματικής του καταστροφής. Τότε γράφει τα καλύτερα εργα του: ο παίκτης, οι αδελφοί Καραμαζώφ, έγκλημα και τιμωρία, ο ηλίθιος, οι δαιμονισμένοι.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την Αινιγματική αυτοκτονία.
«Ναι, η θύμηση αυτή είναι τρομερή…

Είχα ξυπνήσει το πρωί, στις οκτώ η ώρα,θαρρώ. Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από ήλιο.

Ένοιωθα πως είχα καλά πια ξυπνήσει και παρετήρησα τη γυναίκα μου, όρθια κοντά στο τραπέζι, με το περίστροφο στο χέρι.

Ως τόσο εκείνη δεν είχε αντιληφθεί ούτε το ξύπνημά μου, ούτε το βλέμμα μου, και αμέσως τη βλέπω να προχωρεί κατά πάνω μου, με το όπλο πάντα στο χέρι. Κλείνω τα μάτια μου και κάνω τον κοιμισμένο.

Πλησιάζει το κρεββάτι και σταματά. Τ’ ακούω όλα μέσα σε μια θανάσιμη σιωπή- άκουσα αυτή τη σιωπή, την άκουσα. Άξαφνα, μια νευρική αντίδραση με αναγκάζει χωρίς να το θέλω να ξανανοίξω τα μάτια: στεκόταν εκεί και με κοίταζε κρατώντας το περίστροφο κοντά στον κρόταφό μου. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για μια στιγμή. Ξανακλείνω τα βλέφαρα και βάζοντας όλη μου τη θέληση, αποφασίζω να μην ξανακοιμηθώ και να προσποιηθώ πως κοιμούμαι, μ΄ό, τι κι αν γίνει.

Αυτό συμβαίνει πραγματικά: ένας άνθρωπος κοιμισμένος πολύ βαθιά, ανοίγει άξαφνα τα μάτια ανασηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει ολόγυρα το δωμάτιο. Ύστερα από ένα λεπτό πάλι, ξαναχάνει τη συνείδηση, ξανακουμπά το κεφάλι του στο προσκέφαλο για να ξανακοιμηθεί, χωρίς να θυμάται τίποτα.

Γι’ αυτό, αφού συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κι ένοιωσα το όπλο πάνω στον κρόταφό μου, είχα ανοίξει και ξανακλείσει τα μάτια. Θα είχε βέβαια υποθέσει πώς κοιμόμουν, πως δεν είχα παρατηρήσει τίποτα. Πώς να παραδεχθεί στ’ αλήθεια κανείς ότι αφού είδα ό, τι είχα δει, θα μπορούσα σε μια τέτοια στιγμή να ξανακλείσω τα βλέφαρα ήσυχα;

Γιατί τότε δεχόμουνα έτσι τον θάνατο; Και θα σας απαντήσω μ’ αυτό το ερώτημα: τι αξία είχε πια για μένα η ζωή, μια και είδα να σηκώνει το περίστροφο εναντίον μου το πλάσμα που λάτρεψα;»

SHARE
RELATED POSTS
Στη Μάνη του 1797 (μέρος β΄), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Οι Φαναριώτες του 18ου αιώνα, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου απαντά στον Προυστ για την Πόρτα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.