Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα. Η πολιτεία αυτή χτίστηκε τριακόσια χρόνια προ Χριστού στο όνομα της αδελφής του Ισκαντάρ, από τον άντρα της που τον έλεγαν Κάσσανδρο. Θεσσαλονίκη λεγόταν η αδελφή του Ισκαντάρ.
Μαθαίνω, μιλάω και γράφω ελληνικά. Η χώρα των Ελλήνων είναι πολύ κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Κι εγώ προσπαθώ να γνωρίσω την καρδιά αυτού του λαού. Πολλά θα σας πληροφορώ από τώρα και στο εξής. Για πρώτη σας γεύση σας πληροφορώ τα εξης και παρακαλώ να μην εκπλαγείτε. Αμφιβάλλω αν είμαι καθαρός Ινδός. Αμφιβάλλω αν όλοι μας στο χωριό και στη γύρω περιοχή είμαστε Σινγκλουινί. Αμφιβάλλω αν σε ολόκληρο το Παντζαμπ είμαστε Ινδοί. Όσο μελετώ τους Έλληνες εδώ στην πατρίδα τους, τόσο και πείθομαι, πως όλοι μας στο Παντζάμπ είμαστε Έλληνες, ή το πολύ Ελληνοϊνδοί.
Πολλά από τα ονόματά μας είναι παραφθαρμένα ελληνικά. Το δικό μου, Κισοστάν, δεν πρέπει να είναι καθαρά ινδικό, αλλά παραφθαρμένο λατινοελληνικό. Κωνσταντίνος είναι το βασικό μου. Εσύ, τιμιότατε πατέρα μου, λέγεσαι Αρταφάν. Ως τώρα πιστεύαμε πως είχες όνομα περσικό, από το Αρταφέρνης. Το πραγματικό σου όνομα είναι Αριστοφάνης. Το όνομα της μητέρας μου είναι Ορινάν. Το πραγματικό της είναι Ουρανία.
Μελετώντας ελληνικά, τια αρχαιότητες της πόλης και τα παλιά της κτήρια, καταλαβαίνω μερικά πράγματα που βρίσκονται στο χωριό μας. Ο παλιός ινδουϊστικός μας ναός, το πιο όμορφο κτίσμα του χωρού μας, δεν έχει κτιστεί από εμάς. Είναι παλιός ελληνικός ναός, που τον έκτισαν οι Βυζαντινοί. Εχει σειρές από κολώνες που χρησμοποιούσαν οι Έλληνες. Όταν έλθω, θα σας διαβάσω και θα σας εξηγήσω όλα τα παράξενα γράμματα που είναι σκαλισμένα στις κολώνες και τους τοίχους του τέμπλου. Είναι ελληνικά. Έλληνες έκτισαν τον ναό. Εμείς προσθέσαμε μόνο τα αετώματα.
Αγάπησα μια Ελληνίδα. Την λένε Παρασκευή και θέλω να την κάνω γυναίκα μου, να την φέρω στο Παντζάμπ. Είναι Θεσσαλονικιά, αδελφή του Μεγαλέξανδρου. Δεν θα τολμούσα ποτέ να ξεχάσω τις αυστηρές μας παραδόσεις, τα αγόρια να μην παντρεύονται γυναίκες που δε είναι από το Παντζάμπ. Όμως, τιμιότατε Ινδέ και Έλληνα πατέρα σας εξορκίζω. Δεν αγάπησα ξένη γυναίκα. Αγάπησα γυναίκα δική μας, που δεν γεννήθηκε στο Παντζάμπ. Κατά λάθος γεννήθηκε στη χώρα του Ισκαντάρ, του Μεγαλέξανδρου. Είναι κι αυτή τόσο Παντζαμπού, όσο και τα δικά μας κορίτσια. Σας ικετεύω, δώστε μου την ευχή σας να την παντρευτώ και να την φέρω στο χωριό μας»