Το 1966 η Σοφία Λασκαρίδου άφησε την τελευταία της πνοή στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών, άγνωστη στους τότε νέους, αλλά γνωστή στους φιλότεχνους και στα Μουσεία που φιλοξενούν έργα της.
Η Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Τότε, με νόμο, απαγορευόταν να φοιτούν κορίτσια μαζί με αγόρια. Η Σοφία δεν το έβαλε κάτω, ούτε πέρασε από το μυαλό της να αφήσει τη ζωγραφική. Χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του ισχυρού πατέρα της και πέτυχε να γίνει δεκτή σε ακρόαση από τον βασιλιά Γεώργιο Α. Του εξέθεσε σταθερά την επιθυμία της να της επιτραπεί να φοιτήσει, επομένως να τροποποιηθεί ο νόμος.
Ο βασιλιάς θαύμασε την τόλμη της, γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο Λασκαρίδης, αλλά προσπάθησε να την αποθαρρύνει. «Πώς θα βρεθείς μόνη σου ανάμεσα σε αγόρια, σε μαθήματα γυμνού σώματος; Πώς θα το αντιμετωπίσεις αυτό;» τη ρώτησε. Κι έλαβε την απάντηση ότι για χάρη της τέχνης θα αντιμετώπιζε όλες τις δυσκολίες.
Ο βασιλιάς πείσθηκε και ο νόμος άλλαξε. Η Λασκαρίδου αρίστευσε στην Αθήνα και πηγαίνοντας στην Γερμανία για συνέχιση των σπουδών, αρίστευσε και εκεί. Τα έργα της έγινα παντού περιζήτητα. Όταν γύρισε στην Αθήνα, η πριγκίπισσα τότε (μετέπειτα βασίλισσα) Σοφία της ανέθεσε το σχέδιο του κήπου των ανακτόρων (Βασιλικός Κήπος). Τόσο πολύ ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, ώστε της χάρισε ένα βαρύ, πλατινένιο βραχιόλι σε σχήμα αναβολέως ίππου. Η Λασκαρίδου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, καθώς αισθανόταν περήφανη, που μέσω αυτού του δώρου είχαν αναγνωρίσει την καλλιτεχνική της αξία.
Τα χρόνια της απουσίας της στο εξωτερικό, η ζωγράφος έγινε γνωστή και για ένα ερωτικό και τραγικό ρομάντζο. Ο νέος που την αγάπησε σφοδρότατα, αυτοκτόνησε, πέφτοντας στη θάλασσα με το άλογό του και κρατώντας στα χέρια του στέφανα γάμου. Είχε παρεξηγήσει την απουσία της και πίστεψε ότι η Σοφία τον εγκατέλειψε. Σχεδόν την ώρα που πέθαινε ο νέος, η Σοφία πατούσε το πόδι της στην Αθήνα. Οι ψαράδες που μάζεψαν τον άτυχο νέο, τον πήγαν στην εκκλησία της Ελευσίνας για αναγνώριση. Εκεί τον είδε η Λασκαρίδου. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, μένοντας πιστή σ’ έναν ανολοκλήρωτο έρωτα και κάποια στιγμή κατέγραψε τα αισθήματά της σε ένα βιβλίο. Έκτοτε, αφοσιώθηκε στην τέχνη της, μεγαλουργώντας.
Πώς να φαίνονται, άραγε, όλα αυτά στους σημερινούς νέους; Ίσως φαιδρά, ίσως εξαιρετικά «ρομαντικά και εξωπραγματικά».
Έχοντας ζήσει τα νιάτα μου σε χρόνια άλλα, όχι τόσο ρομαντικά, βέβαια, δεν μπορώ παρά να καταλάβω την ιδιοσυγκρασία της, την ψυχολογική της κατάσταση. Ήταν μια σημαντική γυναίκα που υπερέβη τα εσκαμμένα, κάνοντας μια μεγάλη επανάσταση για την εποχή της: σπούδασε και έκανε επάγγελμα την μεγάλη της κλίση και αγάπη. Δεν μπορούσε, παρά να είναι αδύναμη κάπου αλλού. Κι αυτό το «αλλού» ήταν η αγάπη.
επικοινωνείστε: [email protected]
SHARE