Για άλλη μια φορά θα έχουμε οδηγό μας τον Γάλλο περιηγητή Πιττόν Ντε Τουρνεφόρ, έναν εξαιρετικά μορφωμένο άνθρωπο για την εποχή του ( γιατρός, μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών, με βραβεία στην Χημεία και την Ανατομία). Τον συνόδευαν ένας ακόμη γιατρός και ένας ζωγράφος.
Στην Μύκονο έμεινε έναν ολόκληρο χειμώνα και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ένα γάμο και να μάθει τα έθιμα για την προίκα που ίσχυαν σε πολλά νησιά μας. Ας τον ακούσουμε:
«Πήγαμε στην εκκλησία με τον κουμπάρο και την κουμπάρα. Επιτρέπονται μέχρι τέσσερις κουμπάροι, κυρίως αν η νύφη είναι το μεγαλύτερο κορίτσι της οικογένειας. Γιατί η πρωτότοκη είναι το πιο προνομιούχο παιδί της οικογένειας. Αν ο πατέρας έχει π.χ. 10.000 τάληρα, θα δώσει τα μισά στη μεγαλύτερη κόρη και τα υπόλοιπα θα τα μοιραστούν τα άλλα παιδιά, ας είναι και μια ντουζίνα. Αφού ο παπάς έψαλλε τις ευχές και στεφάνωσε το ζευγάρι με κληματόβεργες στολισμένες με κορδέλες και δαντέλες, πέρασε τα δαχτυλίδια και τα άλλαξε πάνω από τριάντα φορές. Το ένα δαχτυλίδι είναι χρυσό, το άλλο ασημένιο. Τελικά ο παπάς άφησε το χρυσό στο δάχτυλο του γαμπρού και το ασημένιο στο δάχτυλο της νύφης. Το περίεργο είναι ότι ύστερα από τον παπά, άρχισαν να διασκεδάζουν με την αλλαγή των δαχτυλιδιών και οι κουμπάροι. Και, καταλαβαίνει κανείς πόσο κρατάει μια τελετή όταν υπάρχουν τέσσερις κουμπάροι κι άλλες τόσες κουμπάρες.
Οι κουμπάροι άλλαξαν τα δαχτυλίδια κι ύστερα ασχολήθηκαν με τα στέφανα. Κι ενώ τα ανασήκωναν και τα έφερναν γυροβολιά πάνω από τα κεφάλια των νεονύμφων, οι συγγενείς, φίλοι, γείτονες, όλοι οι συμπέθεροι, τους έδιναν γροθιές άγριες και λακτίσματα, ακολουθώντας, Κύριος οίδε ποια γελοία συνήθεια. Μονάχα εμείς δεν ανακατευτήκαμε κι αυτό θεωρήθηκε προσβολή.
‘Ύστερα, ο παπάς έκοψε κομματάκια άρτο και τα έριξε σε κρασί. Απ’ αυτό πρόσφερε στους νιόγαμπρους, στους κουμπάρους και σ’ όλους τους συμπέθερους. Έδωσε και σε μας. Θα ήταν μεγάλη αγένεια να μην δεχτούμε.
Η τελετή έγινε βράδυ. Αργότερα οι φίλοι και οι συγγενείς έστειλαν στο σπίτι των νεονύμφων αρνιά, μοσχάρια, κυνήγι και κρασιά. Η διασκέδαση κράτησε δύο μήνες».
Αναφορικά με την προίκα, αξίζει ν’ ακούσουμε τι συνέβαινε στη Μυτιλήνη εκείνων των χρόνων, από την πένα ενός άλλου περιηγητή, του Γκάις.
«Κάθε οικογένεια δίνει όλη της την περιουσία, σπίτι, χτήματα και κινητά, στην μεγαλύτερη κόρη. Τα αγόρια μένουν αποκληρωμένα. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα, ούτε το γάμο της ν’ αρνηθούν, ούτε την προίκα. Τα υπόλοιπα κορίτσια, μενοντας άπροικα, είναι καταδικασμένα να μείνουν εκτός του νυμφώνος. Αν ο πατέρας κατορθώσει με την φιλοπονία του ν’ αποκτήσει νέα περιουσία, το μεγαλύτερο μέρος πρέπει να δοθεί στο δεύτερο κορίτσι».
‘Ενα χρόνο αργότερα, το 1701, ο πατριάρχης Καλλίνικος ο Ακαρνάν θα καταγγείλει αυτόν τον τυραννικό, άγραφο νόμο της προίκας σε σιγίλλιο που εξέδωσε, μιλώντας για δικαιότερη κατανομή της πατρικής περιουσίας. Ωστόσο, τίποτε δεν στάθηκε ικανό να καταλύσει την προαιώνια αυτή συνήθεια, ώσπου το 1824, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, αγανάκτησαν οι γονείς της Γλώσσας της Σκοπέλου. Να τι έγραψε ο Έπαρχος της Σκοπέλου στην Διοίκησητην 4η Μαρτίου 1824:
«Με το να υπάρχει παλαιόθεν εις την Σκόπελον η συνήθεια του να δίδωσι οι γονείς εις τας θυγατέρας των, όταν τας υπανδεύουσι έτοιμα σπίτια, οι κάτοικοι της Γλώσσης, χωρίου εξ 130 οικιών, ηθέλησαν να παυσωσι ταύτην την συνήθειαν και συνεφώνησαν δι’ εγγράφου, ότι όστις εις το μέλλον ήθελε τάξει εις την θυγατέρα του ή ήθελε δώσει οσπίτιον, οι λοιποί να το καίωσι και τον δίδοντα να εξορίζουσι από το χωρίον».
SHARE