“Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ, ν’ ακούσω τη φωνή σου”
Διονύσιος Σολωμός
“Μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν…”
Γιώργος Σεφέρης
“Ή θάναι η ποίησις σπερματική ή δεν θα υπάρχει…”
Ανδρέας Εμπειρίκος
Άφησα να περάσει η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης και οι εκατοντάδες ανά την Ελλάδα συναφείς εκδηλώσεις του μήνα (ακόμα συνεχίζονται) για να σχολιάσω από κάποια απόσταση τα της ελληνικής μας ποίησης. Μια πληθωρισμένης υπόθεσης που εμπλέκει ένα απίστευτο πλήθος ποετάσκους και ποιητές του γραφείου, wannabe ποιητές, ποιητές των πληρωμένων ποιητικών συλλογών, ποιητές που μετά από δύο συλλογές, των δέκα σελίδων η κάθε μία, κυκλοφορούν στον δρόμο προσέχοντας μην πατήσουν τις άωρες δάφνες τους, ποιητές δαφνοστεφείς από προσυμφωνημένα βραβεία, ποιητές της επετηρίδας που περιμένουν τη σειρά τους για κάποιο βραβείο, ή τιμητική σύνταξη, ή ένταξη στην Εταιρεία Συγγραφέων κ.λπ., ποιητές μακριά από τη ζωή και τις έγνοιες της (επειδή κάποιος άλλος, συνήθως μια ακούραστη πλην χαζή γυναίκα, ασχολείται με το φαγητό και τον ύπνο τους), ποιητές με εξασφαλισμένο εισόδημα, ποιητές δημόσιους υπαλλήλους και δημόσιους υπαλλήλους ποιητές, ποιητές που δεν έχουν διαβάσει ούτε τα βασικά (Δάντη και Όμηρο και Σέξπιρ και τις Γραφές), ποιητές του τύπου λέγε με Γκαίτε να σε λέω Σίλερ (που υπόψη δεν έχουν διαβάσει κανέναν από τους δύο), ποιητές μοχθηρούς, μικροπρεπείς, τσιγγούνηδες, φιλόδοξους, μωρούς, αβάπτιστους στην καθημερινότητα, λυρικούς μέχρι εμετού, αυτοαναφορικούς μέχρι θανάσιμης πλήξης, επαναλαμβανόμενους με την «επιτυχημένη συνταγή» της πρώτης συλλογής έως καρκίνου, επαγγελματίες της ποίησης, συνδικαλιστές της ποίησης, τσαρλατάνους και γυρολόγους, παλιογερασμένους, κακογερασμένους, γερασμένους, ερειπιώνες της νεότητάς τους, ποιητές Έλληνες που δεν διαφέρουν σε τίποτε από τον υπόλοιπο κόσμο της οδού Σταδίου και της οδού Πειραιώς και της λεωφόρου Μπουρναζίου, εκτός ίσως από ένα πράγμα: νομίζουν ότι είναι κάτι διαφορετικό από τον υπόλοιπο κόσμο.
Διαβάσατε κανένα ελληνικό ποίημα τελευταία που να «μιλάει» στις αλήθειες σας; που να τις αγγίζει; Που να κάνει κάτι μ’ αυτές; Που να σας πηγαίνει ένα βήμα πιο εκεί από το μικρό και κουραστικό και μίζερο; Να σας ανεβάζει πραγματικά, να σας δίνει δύναμη, να σας κάνει ν’ αγαπάτε τον έρωτα, τον άλλον, τους άλλους, το διαφορετικό, να σας κάνει να ξανασκέφτεστε τη ζωή; Να σας κάνει να βλέπετε τη ζωή με άλλο μάτι; Να σας κάνει να ονειρεύεστε; Να σας δίνει πραγματικά δύναμη να αντιμετωπίσετε τη φρίκη που περνάμε; Ποιο βιβλίο σύγχρονου έλληνα ποιητή διαβάσατε τελευταία που να κάνει κάτι τέτοιο;
Κι έτσι, αναγκαστικά, επιστρέφουμε σε κάτι παλιές, δοκιμασμένες φωνές. Που δεν κοροϊδεύουν. Που δεν παίζουν παιχνίδια με τις λεξούλες για να κερδίσουν ακαδημαϊκές θεσούλες και να αποσπούν βραβεία που απονέμουν αχυράνθρωποι…
Η δυστυχία μας όμως είναι ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, τώρα στους καιρούς της πιο φριχτής, της πιο χρηματισμένης πεζολογίας, χρειαζόμαστε την Ποίηση. Μια ποίηση που να αναστατώνει τον κόσμο, να τον πετάει απ’ το κρεβάτι του και τον καναπέ του, μια ποίηση που θα ταράζει τη βαλτωμένη ζωή. Μια ποίηση που θα εμπνέει τους πάντες. Μια ποίηση που θα κινεί τις καρδιές, μια ποίηση που θα κινείται από την Ανάγκη και όχι από την ανάγκη του κάθε ποιητάκου.
Θυμάστε πώς κραύγαζαν κάποτε οι ποιητές στην Εξουσία; Πώς μιλούσαν τη φωνή του Καθένα μαστορεύοντας το κάτι;
Θυμηθείτε, έτσι στην τύχη, μερικούς. Θυμηθείτε, ας πούμε, τον γερο Ανδρέα Κάλβο:
«Καλήτερα, καλήτερα / διασκορπισμένοι οι Έλληνες / να τρέχωσι τον κόσμον, / με εξαπλωμένην χείρα / ψωμοζητούντες• Παρά προστάτας ‘νάχωμεν. / Με ποτέ δεν εθάμβωσαν / πλούτη ή μεγάλα ονόματα, / με ποτέ δεν εθάμβωσαν / σκήπτρων ακτίνες.»
Θυμηθείτε, έστω, τον Κωστή Παλαμά (της Φοινικιάς μόνον, εννοείται):
«Ω Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ ένα χέρι• / Το χέρι τόβαλε καταραμένη Μοίρα; / Το πήγε νους καλοπροαίρετος; / Ποιος ξέρει! / Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα /Ποια ορμή μας άδραξε και ποιος μας έχει φέρει; / Τάχ’ από χαλαστή για τάχ’ από σωτήρα; / Νά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου• / Ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;»
Θυμηθείτε, ακόμα, τον οργισμένο (και όχι απλώς απαισιόδοξο) Κώστα Καρυωτάκη: «Kανάγιες! Tο ψωμί της εξορίας με τρέφει. Kουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Kαι σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει!»
Θυμηθείτε και τον Μανόλη Αναγνωστάκη: «Το θέμα, βέβαια, είναι τώρα τι λες. Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε. Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ. Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα, οπωσδήποτε, είναι τώρα τι λες…»
Οπωσδήποτε, τέλος, θυμηθείτε τον Μιχάλη τον Κατσαρό:
«Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων / στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία / στα εργοστάσια πολεμικών υλών / σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια / στα θούρια / στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους / στους θεατές / στον άνεμο / σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς / στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας / ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ / αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.»