Βιβλίο ΕΥ ΖΗΝ

“Όταν φιλούσαμε το ψωμί” της Αλμουδένια Γκράντες, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

“ΟΤΑΝ ΦΙΛΟΥΣΑΜΕ ΤΟ ΨΩΜΙ” της Αλμουδένια Γκράντες, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

Ένα μυθιστόρημα για την οικονομική κρίση που πλήττει την Ευρωζώνη, που μας έρχεται από την Ισπανία.

Η Αλμουδένια Γκράντες, η συγγραφέας του, δεν είναι χθεσινή. Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα από το 1989 που μας πρωτοσυστήθηκε. Κάποια από αυτά έχουν μεταφερθεί στο θέατρο και τον κινηματογράφο και κάποια άλλα έχουν βραβευτεί. Απολαμβάνει αδιάλειπτα την εκτίμηση αναγνωστών και κριτικών. Και αν κρίνουμε από το τελευταίο της βιβλίο, δικαίως.

“Μικρές ιστορίες με απέραντη δύναμη. Ένα βιβλίο για την αξιοπρέπεια, την αλλυλεγγύη και την ικανότητα των ανθρώπων να ξυπνούν από το λήθαργο”, έγραψαν στη Libreria Muga, που είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλιοπωλεία της Ισπανίας.

Δεν πρόκειται για νουβέλλες. Το “Όταν φιλούσαμε το ψωμί”, είναι ένα μυθιστόρημα με αρχή, μέση και τέλος. Περιγράφει την ζωή μιάς συγκεκριμένης γειτονιάς της Μαδρίτης και των ανθρώπων που ζουν σε αυτή. Ένας κύκλος ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους ή έχουν πέσει ο ένας πάνω στον άλλο στο δρόμο ή στην αγορά. Που είναι κανονικοί άνθρωποι, με τα καθημερινά τους προβλήματα και αυτά που τους φόρτωσε η οικονομική κρίση. Η ίδια η συγγραφέας σημειώνει: “Τούτη είναι μιά ιστορία με πολλές ιστορίες, η ιστορία μιας γειτονιάς της Μαδρίτης που επιμένει να αντιστέκεται, επιμένει να παραμένει ο εαυτός της μες το μάτι του κυκλώνα, μέσα σε αυτή την κρίση που απείλησε να τη φέρει τα πάνω κάτω κι ακόμα δεν τα έχει καταφέρει”.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Απλοί και καθημερινοί όπως όλοι οι άνθρωποι που μένουν σε μιά κεντρική γειτονιά σε όλες τις πόλεις του κόσμου. Και ο καθένας προσπαθεί με τον τρόπο του, ζώντας στον κυκλώνα της κρίσης, να τα βγάλει πέρα και να πάει λίγο παρακάτω. Από τη γιαγιά που αποφασίζει να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο δυό μήνες νωρίτερα για να κάνει να χαρούν οι δικοί της, μέχρι την Αμέλια που έχει το δικό της κομμωτήριο και ενώ αγωνίζεται να το κρατήσει ανοιχτό, βρίσκει τον χρόνο και την διάθεση να έχει μία κούτα στο πίσω μέρος του μαγαζιού της, όπου οι πελάτισσες αφήνουν, διακριτικά, τρόφιμα, που θα μοιραστούν σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Που, πολύ γρήγορα διαπιστώνει ότι οι Κινέζες που άνοιξαν απέναντι της μαγαζί πεντικιούρ-μανικιούρ με πολύ φτηνές τιμές, δεν είναι ντε και καλά ανταγωνίστριες της, αλλά θύματα και αυτές, της κατάστασης που ζούμε.

Ο Πασκουάλ που έχει το μπαρ της γειτονιάς, καταφέρνει να βρεί χρόνο και τραπέζια στο μαγαζί του για να γευματίζουν οι μικροί μαθητές του σχολείου που η Σοφία, η καθηγήτρια, διαπίστωσε ότι δεν τρέφονται καλά, γιατί τα οικονομικά των γονιών τους δεν επιτρέπουν να τραφούν καλύτερα. Και η Ντιάνα, η γιατρός στο κέντρο Υγείας, που απειλείται με κλείσιμο λόγω οικονομικών περικοπών, μπορεί και αγωνίζεται για τους γέρους και τα παιδιά της γειτονιάς που έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες των γιατρών του Κέντρου Υγείας. Και η φίλη της, η δικηγόρος, αγωνίζεται για να βρει ένα σπίτι η οικογένεια του Μαροκινού μετανάστη, που τους πήρε το σπίτι η Τράπεζα. Ιστορίες που τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει όλοι και στην Αθήνα και στη Μαδρίτη και στη Λισσαβόνα. Και επειδή οι λέξεις που η συγγραφέας βάζει στη σειρά είναι πολύ δυνατές, ας της δώσουμε το λόγο.

“Στη Μαδρίτη, στα μέσα του εικοστού αιώνα, που το παλτό ήταν μιά πολυτέλεια απλησίαστη για τις υπηρέτριες και τους μεροκαματιάρηδες που βόλταραν στους δρόμους για να περάσει η ώρα τους ώσπου να φτάσει η στιγμή που θα ανέβαιναν στο τρένο που θα τους πήγαινε πολύ μακριά, στη Γαλλία για τον τρύγο ή σε κάποιο εργοστάσιο στη Γερμανία, η φτώχεια εξακολουθούσε να είναι μοίρα οικογενειακή, η μόνη κληρονομιά που πολλοί γονείς άφηναν στα παιδιά τους. Ωστόσο, σε αυτή την κληρονομιά υπήρχε και κάτι άλλο, ένας πλούτος που οι Ισπανοί σήμερα έχουμε χάσει.

Γι΄αυτό οι μεγάλοι φοβούνται λιγότερο. Εκείνοι αναπολούν τη νιότη τους και θυμούνται τα πάντα, το κρύο, τους ακρωτηριασμένους που ζητούσαν ελεημοσύνη στους δρόμους, τις σιωπές, τη νευρικότητα που έπιανε τους γονείς τους σαν διασταυρώνονταν στο πεζοδρόμιο με κάποιον αστυνομικό και μια παλιά συνήθεια ξεχασμένη πια, που δε φρόντισαν ή δε θέλησαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους. Όποτε έπεφτε ένα κομμάτι ψωμί στο πάτωμα, οι ενήλικες υποχρέωναν τα παιδιά να το μαζέψουν και να το φιλήσουν προτού το ξαναβάλουν στην ψωμιέρα, τόση πείνα είχαν περάσει οι οικογένειές τους εκείνα τα χρόνια, τότε που χάθηκαν όλα αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα, τις ιστορίες των οποίων κανείς δεν ήθελε να τους διηγηθεί. Κι εμείς, τα παιδιά που μάθαμε να φιλάμε το ψωμί, αναπολούμε την παιδική μας ηλικία και θυμόμαστε την κληρονομιά μιάς άγνωστης σήμερα πια για μας πείνας, εκείνες τις αηδιαστικές ομελέτες που έφτιαχναν οι γιαγιάδες μας για να μη πάει χαμένο ότι περίσσευε από το χτυπημένο αυγό στο οποίο βουτούσαν το ψάρι πριν το τηγανίσουν. Όμως δε θυμόμαστε τη θλίψη. Θυμόμαστε, εν τούτοις, την οργή, τα σφιγμένα σαγόνια, σμιλεμένα, θαρρείς, σε πέτρα, κάποιων αντρών ή γυναικών που σε μιά ζωή μόνο, τους είχαν τύχει τόσες συμφορές, αρκετές για να καταρρεύσουν ίσαμε έξι φορές, ωστόσο εξακολουθούσαν να στέκονται στα πόδια τους. Γιατί στην Ισπανία, μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, τα παιδιά μπορεί να κληρονομούσαν τη φτώχεια, κληρονομούσαν όμως και την αξιοπρέπεια των γονιών τους, τον τρόπο να είναι φτωχοί δίχως να νοιώθουν ταπεινωμένοι, δίχως να χάνουν το ήθος τους ούτε το σθένος να αγωνίζονται για το μέλλον. Ζούσαν σε μια χώρα όπου η φτώχεια δεν ήταν λόγος για να ντρέπεται κανείς, πόσο μάλλον για να καταθέτει τα όπλα.

Ούτε ο Φράνκο, στα τριάντα εφτά χρόνια ωμής δικτατορίας που έφερε ο καταραμένος πόλεμος τον οποίο ο ίδιος ξεκίνησε, δεν κατάφερε να εμποδίσει τους εχθρούς του να προκόβουν σε συνθήκες φρικτές, να ερωτεύονται, να κάνουν παιδιά, να είναι ευτυχισμένοι. Δεν πάει πολύς καιρός που σε τούτη δω τη γειτονιά η ευτυχία ήταν κι αυτή ένας τρόπος για να αντιστέκεται κανείς”.

Η ευτυχία, λοιπόν, ήταν ένας τρόπος για να αντιστέκεται κανείς. Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να καταλάβουμε τι αντιπροσωπεύει αυτό το μυθιστόρημα.

ΟΆγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός παραγωγός και Δημοσιογράφος

SHARE
RELATED POSTS
Τελετές φωτός, του Κωστή Α. Μακρή
Αγίασμα, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Χαμένοι και κερδισμένοι, νίκη και ήττα, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.