Ανοιχτή πόρτα

Όταν το Wi-Fi δεν είναι για σαλιαρίσματα αλλά ενώνει ανθρώπινες ψυχές, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Θα έχουν παρέλθει σχεδόν χρόνια δέκα από τότε που πέρασαν για τελευταία φορά από το χωριό καρναβαλιστές για να ενωθούν με το δικό μας μπουλούκι που τους ανέμενε και να συνεχίσουν προς την δημοτική πλατεία του πλησιέστερου χωριού όπου εκεί εν μέσω χορών, τολμηρών πειραγμάτων αλλά και μεθυσιών καθότι το κρασί έρρεε άφθονο από τις στάμνες και τις νταμιτζάνες που κουβαλούσαν μαζί τους πίνοντας καθ’ οδόν ‘έως άσπρο πάτο’, θα άρχιζε το μεγάλο γλεντοκόπι. Τέλος, εν μέσω ενθουσιασμών και προσώπων στα οποία φαινόταν καταγεγραμμένη η ικανοποίηση της ημέρας αλλά και η προσμονή ενός Σαρανταήμερου νηστείας έως το Πάσχα το οποίο πολύ επιζητούσαν για την κάθαρση ψυχών τε και σωμάτων, καίγοντας και τον καρνάβαλο, οι εκδηλώσεις περαιώνονταν.

Η επαρχία ερήμωσε, γενικώς. Τα χωριά, ένα προς ένα αποδεκατίστηκαν  κι αυτό είναι το μέγιστο λάθος μιας αποκεντρωμένης διοίκησης η εφαρμογή της οποίας χρόνια έχει πάψει ν’ απασχολεί κι αυτά ακόμα τα λεξικά που την καθιέρωσαν ως έννοια. Κι αυτό ακόμα το ρεύμα των Αλβανών ή των Ρουμάνων που εμφάνιζε τάσεις επικράτησης ανά την ύπαιθρο χώρα εκεί γύρω στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας 1990, πλέον ‘ασθένησε’ σε σημείο τέτοιο που να μη βρίσκονται εργάτες γης για την αγροτική παραγωγή αλλά και τα σπίτια τα περισσότερα από τα οποία τζάμπα τους είχαν δοθεί για διαμονή, κι αυτά τα παράτησαν στα κακά τους χάλια και, είτε προς άλλες Δυτικές χώρες πορεύτηκαν είτε ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τις αυστηρές μεταναστευτικές πολιτικές που εφαρμόζονται, επέστρεψαν ξανά στις χώρες τους από τις οποίες είχαν προέλθει, ‘βράζοντες στο ζουμί τους’. 

Και αν – ας πούμε – το ριζιμιό μερικών εξ αυτών σε κάποια χωριά αποτελούσε τρόπον τινά και ασφάλεια για το χωριό με την παρουσία τους και μόνο προς αποτροπή κλεψιών κι επιδρομών τις νύχτες από πάσης φύσεως ανεξέλεγκτους τυχάρπαστους, τώρα με την απουσία τους το πεδίον δράσεώς τους – το ακούς κύριε Παναγιώτη (Τάκη, για να μη σε κακοκαρδίσω) Θεοδωρικάκο, εσύ που στελεχώνεις καθημερινά τα αστυνομικά τμήματα με άνδρες… – έχουν όλο τον χρόνο στην διάθεσή τους προκειμένου να ξεσηκώσουν κι ένα χωριό ακόμα από δορυφορικά πιάτα και ηλιακούς θερμοσίφωνες έως αγκωνάρια και πιθάρια που αφανίστηκαν εκείνο το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 2019. Θέλεις οι κάμερες ασφαλείας τότε που είχα τοποθετήσει, θες το ότι τα φορτηγά τους ήσαν τιγκαρισμένα στα κλεψιμέϊκα και δεν χωρούσαν άλλο, προσωπικώς την γλίτωσα όσον αφορά στο πατρικό μου σπίτι σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας. Κι επειδή η ζωή, είτε έτσι είτε αλλιώς, πότε με τις χαρές, τις γιορτές και τα τρικούβερτα γλέντια της είτε με την  ηρεμία νεκρικής σιγής να απλώνεται παντού και την σιγαλιά που και που να σπάει από τα κελαηδίσματα των πουλιών και το θρόισμα του χορταριού που σκεπάζει τα παπούτσια κατά την περπατησιά, έκτοτε – κι εφόσον από εκείνο τον Σεπτέμβριο του 2019 βγήκα αλώβητος – ενίσχυσα τα μέσα ηλεκτρονικής παρακολούθησης πέριξ του σπιτιού, κατέβασα και την αντίστοιχη εφαρμογή στο smartpnone,και παραμένω με την εντύπωση ότι όλα τα ελέγχω, όλα τα καταγράφω στον σκληρό από το πέρασμα μια γάτας στην αυλή που ερωτοτροπεί με τον γάτο, έως τον ταχυδρόμο που ρίχνει την αλληλογραφία του συχωρεμένου πατέρα μου με το δημόσιο στο γραμματοκιβώτιο στο δρόμο, επειδή τον θεωρεί  ακόμα ‘Εν ζωή’, παρά την επίσημη δήλωσή μου στον ΟΓΑ (Ληξιαρχική πράξη θανάτου, πράξη εγγυτέρων συγγενών κι ένα σωρό άλλα χαρτιά) ότι κοιμάται από τον Απρίλιο του 2004 μέρα νύχτα στον Αη Γιώργη. 

Κι επάνω στα ντουζένια μας με τα κρασοπότηρα να πηγαινοέρχονται, κι επάνω σ’ εκείνον τον χορό που χόρευε η Μάριον εν μέσω μεγάλης συναθροίσεως ‘Εσύ το τσιφτετέλι σου’(Στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος, μουσική Χρίστος Νικολόπουλος, ερμηνεία Γιώργος Νταλάρας), έχοντας στηρίξει το Laptop στην δίπλα πέτρα, ακούω τον ήχο ‘Συναγερμός’, να χτυπάει δαιμονισμένα! Και ω! του θαύματος, αν και απέχω εκατοντάδες χιλιόμετρα και ώρες μακριά, βλέπω σε ζωντανή εικόνα – ασπρόμαυρη –  (πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο) ένα ζευγαράκι να έχει ανεβεί στο μπαλκόνι, να έχουν στριμωχθεί κάτω από το κεραμιδένιο υπόστεγο και κολλημένοι στην πόρτα να φιλιούνται, καθότι συννεφιά και ψιλόβροχο επικρατούσε εκείνη την ώρα στο χωριό. Θα ξέμειναν υπέθεσα από κάποιο καρναβάλι εκεί γύρω που θα γινόταν, καθότι στα τελευταία σκαλοπάτια προ του μπαλκονιού βλέπω πεταμένες μάσκες, ένα μαύρο καπέλο σαν το καλυμμαύχι που φορά ο παππάς και κάποιες σερπαντίνες ριγμένες πάνω στην σιδερένια εξώπορτα. Σκέπτομαι: είναι κρίμα να καταναλίσκονται  τόσο άδοξα, φουλ παθιασμένοι φαίνονται, αυτό μόνο θέλουν να ζήσουν, τους κλέφτες να παριστάνουν, αποκλείεται. Αφοπλίζω τον συναγερμό για να μη χτυπήσει η κόρνα του και χαλάσει την όλη νοστιμιά και δίνω εντολή στην πόρτα που είναι ακουμπισμένοι και φιλιούνται να ανοίξει. Εισέρχονται… Εδώ σταματάει η περιγραφή για τον λόγο και μόνο ότι στο εσωτερικό δεν είναι τοποθετημένος εξοπλισμός καταγραφής εικόνας ή ήχου. Με τον αυτόν τρόπο, του ελέγχου δηλαδή του συναγερμού, ενεργοποίησης-απενεργοποίησης, σειρήνας πανικού, ανοίγματος και έλεγχος εξωτερικών θυρών και παραθύρων και της επί εικοσιτετραώρου βάσεως εξωτερικών του σπιτιού κινήσεων καθώς και την ενεργοποίηση του καλοριφέρ και του πλυντηρίου ρούχων εξ αποστάσεως κι αυτά όλα χάρις εις το Wi-Fi, είναι πλέον δυνατά να προγραμματιστούν και να παρέχουν πέραν των ασφαλών  πληροφοριών στον χρήστη τους και ουσιαστικές πρακτικές. 

Σήμερα αισθάνθηκα κι αυτού του είδους την προσφορά, κι αυτής της ιδιαιτερότητας την παροχή, με την βεβαιότητα ότι η αγάπη – παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η επαρχία – εξακολουθεί (τουλάχιστον η νεολαία ) να ονειρεύεται το αύριο, να στήνονται γάμοι θέλω ξανά σε ξωκλήσια, τα παιδιά να φορούν τα καθαρά τους ρούχα κι άλλα να τρέχουν στο ιερό για να παρασκευάζουν το ζέον για τον παππούλη που ήρθε να κάνει εσπερινό. Άλλα να ανεβαίνουν στο ψαλτήρι βοηθώντας τον στην λειτουργία κι ο μοναδικός Ρουμάνος ο Leonid που εξακολουθεί παρά τις ζόρικες καταστάσεις που αντιμετωπίζει σε ένα χωριό με υψόμετρο περί τα 700 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας να παραμένει εκεί, να τρέχει να χτυπήσει την καμπάνα όταν του κάνει νεύμα ο Παπά-Βασίλης από την Ωραία Πύλη… 

SHARE
RELATED POSTS
Η επιστροφή, του Γιώργου Χατζηδιάκου
Σκίτσα εξ Αμερικής 3ο, του Γιώργου Σαράφογλου
Οι στεριανές ριπές και το 11ο αρμυρίκι, του Αννίκερι

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.