Ανοιχτή πόρτα

Όταν η Ιστορία αποτυγχάνει να διδάξει, του Βασίλη Αικατερίνη

Spread the love

O Βασίλης Αικατερίνης είναι Απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών με Ειδίκευση στις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές.

Πολλοί Έλληνες, με την απογοητευτική συγκέντρωση του 15% της Ακροδεξιάς, έχασαν την πολυπόθητη εμπιστοσύνη τους στο ρητό: «Η Ιστορία διδάσκει». Οι μέρες του ‘12 επέστρεψαν απαράλλακτες, με τους ίδιους φενακισμούς, την ατέρμονη βύθιση στον βάλτο της ακαμψίας, απροσγείωτοι στον στατικό αέρα μιας άκρας συντηρητικής, οπισθοδρομικής θέας του κόσμου που η εξέλιξή του αναχαιτίζεται συνεχώς απ’ τον τραμπουκισμό, τις πρακτικές ανελευθερίας, του φιμώματος, της τυφλής βίας, της ισοπέδωσης. 

Το κακέκτυπο κόμμα που ζήλεψε τη δόξα της Χρυσής Αυγής, με τις προεκλογικές του αφίσες να πνίγουν μια πρωτεύουσα, που θέλει να καμαρώνει επειδή στάθηκε η μήτρα του δημοκρατικού πολιτεύματος, με το πρόσωπο ενός καταδικασμένου εγκληματία νεοναζί να επιζητεί ψήφους, και πατριδοκάπηλο, ως προς την επιλογή του ονόματος, Σπαρτιάτες, μόνο άλλο ένα βήμα προς τα πίσω σηματοδοτεί, άλλος ένας κοινωνικός αυτοπυροβολισμός, άλλη μια αποτυχία να παταχθεί ο φασισμός, άλλη μια ρήξη στην άμιλλα μεταξύ μας, διότι όταν το εσωτερικό μίσος κυριαρχεί, όλα φαίνονται έτοιμα να διαλυθούν, αναμένουν το γερό πάτημα μιας μαύρης μπότας που κλοτσά στο όνομα μιας απάνθρωπης δικαιοσύνης, στο νόημα της άβουλης χλαπαταγής. 

Όχι. Ούτε να ντρεπόμαστε πρέπει, ούτε να διαμαρτυρηθούμε. Είναι πολύ αργά και για φωνές και για δάκρυα. Αποτύχαμε πλήρως. Πρωτίστως ως πολίτες που δεν σταθήκαμε εμπόδιο σ’ αυτό το κύμα που φούσκωνε ξανά μετά την άμπωτη των εκλογών ‘19 και τη δίκη του ‘20, με τη μητέρα του Φύσσα να χαίρει την αργοπορημένη δικαιοσύνη του νεκρού γιου της, τότε που όλοι πιστέψαμε σε μια αλλαγή της σελίδας και θα ξεχνούσαμε ως παλαιά κακά τους θανάτους αλλοδαπών, το ξυλοκόπημα των αντιφρονούντων στο μαύρο, τις ύβρεις και τις απειλές στη Βουλή κ.λπ. Δευτερευόντως ως κοινοπολιτεία. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που πελαγοδρόμησε για τους Έλληνες του Κασιδιάρη, δυστυχώς δεν επαρκεί. Χρειάζονται γερότερα μέτρα.

Βεβαίως έλαβε η Ακροδεξιά χιλιάδες ψήφους. Είναι ένας εσμός που ειδωλοποιεί το χάος ή άνθρωποι εξαπατημένοι του θυμικού τους; Για την ακρίβεια, τίποτα απ’ τα δύο. Μας χωρίζουν πολλά χρόνια απ’ την επικράτηση των σβαστικοφόρων. Έχουν απονευρωθεί οι μνήμες, είμαστε δούλοι μιας αντιδραστικής ατονίας που πυργώνει απ’ την άγρια και ανελεή πραγματικότητα: οι φόνοι, τα εγκλήματα, τα δυστυχήματα, οι πόλεμοι, οι ξεριζωμοί, οι ομαδικοί θάνατοι δεν μας συγκινούν πια γιατί προέρχονται από ένα παράθυρο που μεταφέρει μια άσχημη και δυσοίωνη ηχώ ενός κόσμου στον οποίο δεν θέλουμε ν’ ανήκουμε, περνώντας αβίαστα σε μια εποχή όχι μόνον ιδεολογικής στασιμότητας αλλά και αποκρουστικής απάθειας για τον συνάνθρωπο και συμπολίτη. Φάνηκε και απ’ τη μεγαλύτερη αποχή που έχει καταγραφεί απ’ το 1974: 47,17% Αν το πάρουμε αυστηρώς αριθμητικά μόλις οι 241.625 ψήφοι, έναντι των σχεδόν δέκα εκατομμυρίων εγγεγραμμένων, επέλεξαν και τα κατάφεραν να εκλεγεί η Ακροδεξιά.  

 Η κοινωνικοπολιτική αποτυχία δεν έγκειται στην αδυναμία εύρεσης άμεσης δικαστικής λύσης για τα ναζιστικά μορφώματα που ελλόχευαν για δεκαετίες και ξεφύτρωσαν πριν από έντεκα χρόνια σ’ ένα ασταθές και ευμετάβολο έδαφος, αλλά απεναντίας εδράζεται στην καχεκτική φύση της παιδείας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος που δεν έχει την ικανότητα να «εξοντώνει» τέτοιου είδους αποστήματα «απ’ τα θρανία». Ας κατέβαιναν ανενόχλητοι όσοι φρονούν τη βία, το αίμα, την πόλωση ως μέσα που ατσαλώνουν την ευστάθεια μιας χώρας· η δύναμη της παιδείας, η προσήλωση στην ελευθερία και στα ατομικά δικαιώματα, θα θριάμβευε με τα αρνητικά ποσοστά που θα τους χάριζαν οι γαλουχημένοι με δημοκρατικές αρετές πολίτες. Επομένως, στη μόρφωση θα έπρεπε να στοχεύει το πολιτικό σύστημα. 

Οι εμμονές αυτές βέβαια δεν χαρακτηρίζουν μόνο την Ελλάδα. Έχουμε τη Μελόνι στην Ιταλία, τον Όρμπαν στην Ουγγαρία, τον Πούτιν στη Ρωσία, τον Ερντογάν στην Τουρκία. Ολοένα και πυκνώνουν οι θάμνοι με τα μυτερά αγκάθια που αγκυλώνουν τον προοδευτισμό. Με τα φαντάσματα του παρελθόντος στην κεφαλή, νομίζουν μερικοί πως το χτίσιμο γεφυρών προς το κάστρο της ευημερίας μπορούν να θεμελιωθούν πιο γερά. Μόνο που ξεχνούν πως η παγίωση που υπηρετούν δεν έχει να κάνει με διαχρονικές αξίες, αυτές ούτως ή άλλως στήνονται στον τοίχο ως ασύδοτες, υπερβολικά ελευθεριακές, αλλά με την παρωπιδική προσέγγιση που ακολουθούν στα πάντα.

Όπως έλεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Αν ο συνομιλητής μου με τον οποίο διαφωνώ βγάλει το ρεβόλβερ του, η συζήτηση σταματά ακαριαία».

SHARE
RELATED POSTS
Γεώργιος Ροϊλός, 1890-93, αυτοπροσωπογραφία, του Μάνου Στεφανίδη
Πατώντας το κουμπί της «προγραμματισμένης επιβίωσης», του Ηλία Καραβόλια
Ο γραβατωμένος γάτος, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.