Ανοιχτή πόρτα

Όμως εσύ, ούτε στιγμή δεν κιότεψες, Ιωάννα…, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Ο Δημήτρης Κατσούλας είναι συνταξιούχος του Ταμείου Νομικών. Παρουσιάζεται: “Εν συντομία λοιπόν, έχουμε και λέμε: Με καταγωγή από την Μεσσηνία, αποφάσισα εν μέσω Πανδημίας COVID-19, να αποχωριστώ την Ελλάδα και να εγκατασταθώ στο Μιλάνο, βρίσκοντας διέξοδο στις αναζητήσεις μου Μουσική και Θέατρο, όπου παραμένουν οι μεγάλες μου Αγάπες. Μότο ζωής: ΥΠΝΟΣ, Ο ΜΙΣΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ|

Δημήτρης Κατσούλας

Το πρώτο σου τηλέφωνο το έκανες στην Μάριον, άμα τη εξόδω σου από το μικροβιολογικό εργαστήριο, στο οποίο προσήλθες για το ετήσιο ρουτινιάρικο Check Up σου, Ιωάννα. «Πρέπει ν’ αποτανθώ σε νοσοκομείο για περαιτέρω εξετάσεις» της είπες, και η Μάριον, για να μη με αναστατώσει, μου μετέφερε πως μιλήσατε για την νέα σου θεατρική σεζόν που ετοιμαζόσουν ν’ αρχίσεις  αμέσως μετά το Πάσχα. Μετά από παρακαλετά και καθ όσον τα φίδια με έζωναν, πιέζοντάς την, μου την ξεφούρνισε την αλήθεια, πολυαγαπημένη μας φίλη. Σου λέω μόνον ότι μου είναι πλέον αδύνατον να μιλήσω για όλα εκείνα που μετέβαλαν τον εσωτερικό μου κόσμο από εκείνη τη στιγμή και μετά, μου είναι αδύνατον να περιγράψω το τι ένιωσα για ‘σένα Ιωάννα μας, θεατρικό μας στήριγμα σ’ εκείνον τον χώρο που μας είχε παραχωρήσει ο Δήμος Καλαμάτας πριν επτά ακριβώς χρόνια, στον οποίο μεσουρανούσες αγγελικό μου πλάσμα, και ο οποίος χώρος εξακολουθεί έως και σήμερα να λειτουργεί αναβαθμισμένος με θεατρικές παραστάσεις εναλλασσόμενες.

Οι αποστάσεις εκμηδενίστηκαν πλέον. Παίρνω την πρώτη πτήση για Αθήνα, κι ενοικιάζοντας αυτοκίνητο, αδημονώ να φθάσω στην Καλαμάτα. Η εθνική οδός για ‘μένα δεν έχει πια στροφές, όλα τα βλέπω εμπρός μου μια ατέρμονη ευθεία. Κόβω κλωνάρι νεραντζιάς από τον περίβολο του νοσοκομείου, και κατευθύνομαι προς τον θάλαμό σου μάτια μου θαλασσιά, αφού προηγουμένως ενημερώνομαι από τον θεράποντα ιατρό σου. Δεν θέλω να το πιστέψω όταν ο καθηγητής της Ογκολογικής Μονάδας μου λέει ότι: «Δυστυχώς, ο όγκος στον εγκέφαλο της φίλη σας από ό, τι τα εργαστήριά μας έδειξαν, είναι καλπάζουσας μορφής, αλλά με τις σύγχρονες μεθόδους που χρησιμοποιούμε, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό επιτυχίας αυτός να συρρικνωθεί, κι αυτό θα φανεί εντός μιας εβδομάδος από σήμερα που μιλάμε (19/3), όπως η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει. Δυστυχώς το παραμέλησε, συμπτώματα όπως η φίλη σας μας ανέφερε, εμφανίστηκαν προ περίπου οκτώ μηνών».

Δεν πείθομαι, μου είναι αδιανόητο να το εμπεδώσω. Βρε, σκέπτομαι, μη τυχόν και τα μεγαλοποιεί τα πράγματα ο καθηγητής και μου το φέρνει απέξω-απέξω, απαιτώντας εμμέσως το φακελάκι του; Θα δείξει.

Μπαίνω στο θάλαμο που νοσηλεύεται η Ιωάννα, με το κλωνάρι της μοσχομύριστης νεραντζιάς ανά χείρας. Η Ιωάννα κοιμάται με τα μαλλιά της μια ολόκληρη αγκαλιά σε όγκο, να έχουν σκεπάσει πρόσωπο και μαξιλάρια, με μόνο τα στήθη της ν’ ανεβοκατεβαίνουν σ’ ένα ρυθμό περιέργως ακανόνιστο. Πετάγομαι έως το κυλικείο του νοσοκομείου να πιω έναν καφέ, κάνοντας και δυο τσιγάρα απανωτά για να στανιάρω. Έχει περάσει μια ώρα περίπου από την άφιξή μου στον θάλαμό της κι επιστρέφω με την ελπίδα πως θα είναι ξύπνια τώρα.

«Καλώς την την αγάπη μου, καλώς τον το Δημήτρη μου, τι έκπληξη είν’ αυτή ρε φίλε! Σκύψε να σε φιλήσω βρε αλάνι, πρόσεχε όμως τους ορούς που μου έβαλαν οι νοσοκόμες λες και είμαι πηγή νερού και τροφοδοτώ πέντε-έξι χωριά», μου λέει. Σε πόθησα μωρέ, τι το πλεονάζον βλέπεις; Πέρασα από το σπίτι σου, βρήκα τη μαμά και μου είπε πως είσαι εδώ για κάποιες ειδικές εξετάσεις, όχι και τόσο εξειδικευμένες, μια χαρά μου είσαι και πεντάμορφη όπως πάντα, άντε να βγούμε από εδώ, να αλητέψουμε στα χωράφια, να σε σκεπάζω με λουλούδια, να σου λερώνω το άσπρο σου φόρεμα και ‘συ να με βρίζεις, της απαντώ. «Κι αυτή τη μα@@@κία τον όλμο που είναι δίπλα μου και με τροφοδοτεί λένε με οξυγόνο, θα τον πάρουμε μαζί μας Δημήτρη όταν βγω από εδώ, για να παριστάνουμε τους κανονιέρηδες στις συγκεντρώσεις, ε!». Εννοείται αγάπη μου, εμείς τα έχουμε χτίσει με τον ιδρώτα μας όλα αυτά τα μαγαζιά τα νοσοκομεία, δικά μας είναι θαλασσιά μου, της απαντώ. Προσπαθεί η θαλασσιά μου να γελάσει αλλά ζαλίζεται, κλείνει τα μάτια και δεν μου μιλά. Βυθίστηκε ξανά στον ύπνο της.

Βγαίνω στο διάδρομο του νοσοκομείου αναζητώντας την «Αδελφή» Προϊσταμένη. Την βρίσκω μέσα σε μια αποθήκη να ντανιάζει ακτινογραφίες, αξονικές, μαγνητικές και παραπεμπτικά:

– Σας εξήγησε κύριε ο καθηγητής που την παρακολουθεί και σας είπε ότι θα εμφανίζει αυτές τις μεταπτώσεις, μην ανησυχείτε, σε καμιά ώρα θα επανέλθει στην προτέρα της κατάσταση…

Κατεβαίνω για μια βόλτα στον τεράστιο εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου κι επανέρχομαι στον θάλαμο της Ιωάννα μου. Όντως έχει ξυπνήσει και καθισμένη στο κρεβάτι της με την πλάτη της στηριγμένη, μου χαμογελά.

– «Δημήτρη μου, αφού μου εξηγήσεις αναλυτικά τι σου είπε ο καθηγητής για την υγεία μου, πρόσεχε μη μου κρύψεις τίποτα γιατί θα σε δαγκώσω, μετά θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου για να μιλήσω με την Μάριον, εντάξει;».

Ναι αγάπη μου, όλα με χαρτί και καλαμάρι θα σου τα εξηγήσω. Άκουσε λοιπόν: η κατάστασή σου δεν εγκυμονεί κινδύνους, υπάρχει μωρό μου μια πνευμονία που επιμένει η άτιμη, γι αυτό υπάρχει και το οξυγόνο η μπουκάλα είναι δίπλα σου, γι αυτό και η υπνηλία που τυχόν σε ταλαιπωρεί, αλλά λίγη υπομονή ακόμη και είναι απαραίτητο να ακολουθείς την φαρμακευτική σου αγωγή κι όχι να κάνεις του κεφαλιού σου. Εγώ, εδώ είμαι ψυχή μου για ‘σένα, εγώ, εδώ είμαι θαλασσιά μου για να ρουφάς την αγάπη μου, να την μετατρέπεις σε τείχος απέναντι στην πνευμονία και όλα σου τα βάσανα και οι πόνοι θα τελειώσουν σύντομα κοριτσάκι μου. Σε λίγο καταφθάνει και το βραδινό φαγητό του νοσοκομείου, θα φας μόνη σου κι όχι καμώματα που συνήθισες να σε ταΐζει η τραπεζοκόμος, κι εγώ πετάγομαι ως το ξενοδοχείο, να ξεκουραστώ λίγο, να κάνω ένα μπάνιο και το πρωί εδώ θα είμαι κοντά σου.

Το πρωί της άλλης μέρας κατά τις 9 η ώρα, ξανά στην Ιωάννα μου: Καλημέρα αγάπη μου, πώς πέρασες τη βραδιά σου θεατρίνα μου; «Ήρεμα σχετικά Δημήτρη μου, αλλά εάν μπορούσες και μου έκανες κι ένα μασάζ στα πόδια μου που δεν τα ορίζω πλέον κι ένα ακόμη στο κορμί μου που το νοιώθω σαν σανίδα σκηνής θεάτρου, θα σε ευγνωμονούσα…». Ό τι θέλεις Ιωάννα μου, στηρίξου επάνω μου, άντε και πλησιάζει η μέρα να βγούμε νικητές από εδώ μέσα, σε περιμένει και η μαμά, ε, ετοιμάζει τραπέζι να το γλεντήσουμε, μου είπε στο τηλέφωνο. Και καθώς ακουμπούσα τα χείλη μου στο μέτωπό της για να ελέγξω τον πυρετό της, με τη φωνή της σχεδόν σβησμένη την ακούω να λέει: «Αχ, Δημήτρη χάνομ..» κι έγειρε με τα μάτια αυτή τη φορά σβησμένα.

Αχ, Ιωάννα μου, ανάμεσα από ολόδροσους κισσούς να διαβαίνεις τα πρωινά σου ψυχή μου, σε φυλλωσιές φρεσκόπεφτες να γέρνεις τα μεσημέρια σου για να ξεκουράζεσαι ακριβή μας. Το γνώριζα Ιωάννα μου ότι δεν είχες αντιληφθεί το τέρας που σιγά, σιγά σε έτρωγε πάνοπλο, ενώ εγώ και οι θεράποντες ιατροί σου αν και γνωρίζαμε την άγρια και αποκρουστική μορφή του, το πολεμούσαμε μόνο με μια πεπαλαιωμένη ασπίδα χιλιάδων ετών καρδούλα μου για να μη σε σκοτώσει.

Η φωτογραφία σου με ‘κείνο το πλατύ σου χαμόγελο θα παραμένει μόνιμα κρεμασμένη στον χώρο που αφιέρωσες τα νιάτα σου, αν και σήμερα είσαι μόνον 41χρόνων, και τις προχωρημένες σου ιδέες, στο θεατράκι φίλη μου. Όσον αφορά στη φίλη σου τη Μάριον που δεν πρόφθασες να μιλήσεις μαζί της στο τηλέφωνο, σε πληροφορώ ότι σήμερα είναι πλάι σου, ακουμπισμένη ελαφρά στον ώμο μου και σε θωρεί με μάτια στερεμένα από δάκρυα πολυαγαπημένη μας.

          

                   

SHARE
RELATED POSTS
Μέρες διάλυσης στον Εθνικό Π., του Γιώργου Αρκουλή
Το θέατρο είμαστε εμείς, του Δρ Μάνου Στεφανίδη
Μεγαλεία…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.