Με δυο πόδια σαν όλους. Δυο πέλματα με πέντε δάχτυλα. Και θα έπρεπε να ήταν έξω να περπατούν κάτω απ’ τον ήλιο και μέσα σ’ ανθρώπινες συναναστροφές από χνούδι. Θα έπρεπε να περπατούν ανάμεσα στα δέντρα και η μεγάλη τους σκιά να δροσίζει την καρδιά τους. Όμως ο χρόνος που τους δίνεται δεν διαρκεί. Τα τείχη που χτίστηκαν για να τους προστατεύσουν είναι ψηλά κι αυτοί είναι θαμμένοι. Οι χειρονομίες τους χάθηκαν, μαράζωσαν, η φωνή τους σπάει σαν φύλλο ξερό. Ξεχάστηκαν και ξέχασαν να υπάρχουν.
Κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι χωρίς χρόνο και χωρίς παράθυρα. Μόνο εκεί, τις νύχτες ο βάλτος της ψυχής μας μεταμορφώνεται στα όνειρα σε μια καταπράσινη λίμνη. Οι νεράιδες στολίζουν το βυθό με χρυσόσκονη. Τα ψάρια κολυμπάνε ανέμελα. Σαν ξημερώνει όμως ο αέρας μέσα απ’ τις καλαμιές έχει σκοτάδι και μυρίζει απειλή. Και μια ομίχλη έρχεται μέσα στο σπίτι μας. Μου είπες… Όσο κουρασμένος κι αν είναι ένας τόπος, πάντα βρίσκει τη δύναμη να αναγεννηθεί. Όσο τσακισμένος κι αν είναι ένας άνθρωπος –ποιος ξέρει από ποιο μυστικό απόθεμα, πάντα βρίσκει τον τρόπο να αναστηθεί. Θα ξαναβρεί την ζωή. Ωραία κοιμωμένη…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr