Ο Γιώργος Χατζηδιάκος είναι Σύμβουλος Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης Εταιρειών
Ο πίνακας είναι της Σταυρούλας Ποδαρά
Δεν θυμάμαι αν με ρώτησες, δεν θυμάμαι αν το κουβεντιάσαμε.
Αλλά νομίζω πως σου είπα, πως όλα έμοιαζαν με νυχτερινούς εφιάλτες.
Τίποτα αληθινό.
Κάποιος μάλιστα με μεγάλη μαεστρία, φρόντισε να μου ταράξει τα όνειρα. Να τα σκορπίσει,
την ώρα που περνούσαν μέσα μου τόσο γλυκά οι στιγμές.
Μέσα στον ίλιγγο της ολοκληρωμένης προσδοκίας
Ο αφιλότιμος
Τι λες να μου πρότεινε; Να μου χαρίσει την αιωνιότητα˙, χωρίς εσένα.
Τ΄ ακούς;
Γέλασα
Χωρίς εσένα…
Τώρα πίνω τον καφέ μου άνευ τσιγάρου, και σου γράφω, αδειάζοντας με βιασύνη το αδιάφορο περιεχόμενο των άστοχων σκέψεων.
Ο άνεμος, που εσύ δεν ακούς, καβάλα πάνω στο άγριο άτι, προσπαθεί να πληγώσει τον Μάρτη, ταράζοντας την ησυχία του.
Έτσι δοκιμάζει τις αντοχές και τα νεύρα του.
Το βλέπω, όπου νά’ναι θα ξεσπάσει πάνω μας.
Η θάλασσα, λίγο πιο κάτω, ως εικόνα της κοινωνίας, είναι μια στα πάνω μια στα κάνω της …γεμάτη άγρια ομορφιά.
Έχει βάλει στοίχημα με τον αγέρα, τον δαμαστή των ανήμερων πνευμάτων, πως αυτή είναι πιότερο ικανή να δυσκολέψει τη ζωή των άμοιρων βαποριών.
Μερικά μάλιστα, νικημένα, βρήκαν στον απάνεμο κόλπο της γειτονιάς, την ηρεμία που γύρευαν, λιάζοντας ξαποσταίνουν το ταλαίπωρο από τις κακουχίες και τη ζαλάδα κορμί.
Στο ανασηκωμένο σκαρί διακρίνεις κάτι κολλημένα πεινασμένα φύκια, τροφή η αλατισμένη σάρκα τους.
Η τρικυμία που στο βάθος του ορίζοντα επικρατεί μοιάζει με το χάος της πόλις.
Οι άνθρωποι σκουντουφλάνε μεταξύ τους, κτυπιούνται σαν τα αυγά του Πάσχα, ξεφλουδίζουν˙ τι μένει από αυτό;
Το ακυβέρνητο της ψυχής;
Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις;
Ευέξαπτοι στραγγίζουμε το ανθρώπινο μεδούλι
Ερωτοτροπώντας με τη μετριότητα, Ξεχάσαμε πως το αίμα της ζωής είναι η Αγάπη, και η Καρδιά το κύπελλο που την αναγεννά.
Ψηλά οι δρόμοι χαράζονται από τη σπιρτάδα του άσπρου πυκνού καπνού που βγάζουν τα αεροπλάνα.
Σκέτη πρόκληση
Στο βάθος ακούγετε ένα τραγούδι, μιλά για τα συναισθήματα μου.
Είμαι εδώ
Αλλάξαν οι εποχές και οι άνθρωποι
Λες και ζούμε σε ξένο τόπο, σε ξένη γειτονιά
Οι πόρτες σφαλιστές. Όπως και ψυχές
Ο λόγος μοιάζει με μονόλογο
Σκυμμένοι πάνω από ένα κουτί
Μιλάμε σε άγνωστους, για να γεμίσουμε τη πλήξη μας
Για να στεριώσουμε την ύπαρξη μας να τονώσουμε το εγώ μας.
Η μέρα γλύκανε και πρέπει να φύγω
Ακούγοντας το ψιθύρισμα του στίχου που έγραψες
Ψάχνω τον πιο σύντομο δρόμο
Να μαζέψω τα σκορπίσματα
Να ξαναχτίσω, Ιδέες και οράματα
Πάνω στους κυματοθραύστες των ματιών σου
Να μη γερνάσω άγνωστος.