Η μάσκα προφύλαξης του βιοτικού μας επιπέδου είναι το επιτόκιο -το κόστος του χρήματος δηλαδή. Τα τελευταία χρόνια αυτό μηδενίστηκε χωρίς όμως το «καταραμένο απόθεμα» να κυκλοφορήσει περισσότερο στις ζωές μας. Και τώρα, εν μέσω γενικής καθίζησης σε προσφορά-ζήτηση, μπαίνουμε σε περίοδο όπου το επιτόκιο αρχίζει να διαγραφεί τάση ανόδου (βλ.καμπύλη ομολόγων).
Η κοινωνιο-σημειωτική ερμηνεία αυτής της εξέλιξης είναι σημαντική. Οι οικονομίες θα επανέλθουν σταδιακά στο σύνηθες καθεστώς χρηματοπιστωτικής προσομοίωσης : θα γίνουν δηλαδή ξανά «πεδίο απόδοσης» στις περίφημες αγορές που δανείζουν κράτη, επιχειρήσεις (και ιδιώτες πλέον).
Το χρέος, στην ουσία σήμερα παίζει κρυφτό με τις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις : βρίσκεται στον αντίποδα των κρατικών ενισχύσεων που μας δίνονται απλόχερα. Είτε μιλάμε για δημόσιο είτε για ιδιωτικό χρέος, η μετακύλιση του στο μέλλον έχει ενσωματωθεί στο παρόν ως αναγκαία και ικανή συνθήκη βιωσιμότητας του.
Το έχω ξαναπεί : μοιάζει σαν να έχει εκδοθεί ένα παγκόσμιο ομόλογο εις το διηνεκές που το αγόρασαν οι κεντρικές τράπεζες και με ενέχυρο τον μελλοντικό μας ιδρώτα δίνουν στις κυβερνήσεις ρευστότητα για εργαζόμενους και εταιρείες.
Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις ίσως δεν αντιλαμβάνονται ακόμη τις μικρές και οριακές αυξήσεις του επιτοκίου χρέους ως σήματα κινδύνου. Και λογικά οι κυβερνήσεις θα επιλέξουν να βγαίνουν στις αγορές για καιρό με νέα ομόλογα (όσο το επιτόκιο παραμένει στο 1-2%) μακροπρόθεσμα προφανώς.
Αυτές οι παραδοχές δείχνουν την ισχύ της κοινωνικό-σημειωτικής γλώσσας των νομισματικών πολιτικών: οι υπερχρεωμένες οικονομίες που θα βλέπουν χαμηλά επιτόκια, συγκριτικά με αυτά προ 5-6 ετών, είναι σχεδόν καταδικασμένες να γεννούν χρήμα στο συσσωρευμένο/παγωμένο χρήμα που μαζεύτηκε από λίγους θεσμικούς τις τελευταίες δεκαετίες.
Η σύγχρονη νομισματική θεωρία του φθηνού χρήματος κρύβει καλά αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια : μαζί με το κόστος του δανεισμού μηδενίστηκε «προσωρινά» και η απόδοση για τους δανειστές των κοινωνιών ώστε να εκδοθεί περισσότερο χρέος. Περισσότερη μελλοντική απόδοση δηλαδή( με μια μεσομακροπρόθεσμη αύξηση των επιτοκίων).
Με απλά λόγια : το συλλογικό απρόσωπο υποκείμενο «αγορές» ( Αόρατος Λεβιάθαν κατά τον Κ. Τσουκαλά), θα «ελέγχει» ξανά τις οικονομίες και τα νοικοκυριά, παίζοντας με το γνωστό σημαίνον (επιτόκιο) κρύβοντας όμως καλά το σημαινόμενο (χρέος). Το παίγνιο θα έχει ισχύ πέρα από την συγκυρία του «βραχυπροθεσμισμού» (shortermism) αλλά εντός της μακροπρόθεσμης ροπής (της εγγενούς αξίας ) του χρήματος : να γεννάει αποδόσεις αφού πρώτα μαζευτεί και επανακυκλοφορήσει ως χρέος…