«Σε παρακαλώ, ηρέμησε!» είπε ο σαρανταπεντάχρονος χωροφύλακας Μανώλης Μανιατάκης στην αλλόφρονα κυρα Μαριγούλα η οποία εκείνο το μοιραίο απόγευμα, στα μέσα Ιουλίου, είχε έρθει τρέχοντας να τον βρει στο καφενείο του Μπριλάκη και είχε διακόψει βίαια μια εξαιρετικά σοβαρή παρτίδα πρέφας που θα έπαιρνε διαστάσεις κολοσσιαίας νίκης για τον Μανωλιό, αν δεν είχε διακοπεί, φωνάζοντας του δυνατά, στο αυτί, πιστεύοντας πως και ο ίδιος είχε τις δικές της μειωμένες ακουστικές της δυνατότητες. Ο νοικάρης της, ο Άγγελος ο δύτης, κάτι κακό είχε πάθει και δεν είχε γυρίσει σπίτι.
Όταν ο Μανώλης κατάφερε να την καλμάρει κάπως, έμαθε και τις λεπτομέρειες.
Ο Άγγελος ο ψαράς ή δύτης, όπως τον ξέρανε όλοι, είχε τρεις μέρες να φανεί. Προχθές το μεσημέρι η Μαριγούλα είχε κινήσει νωρίς από τον Ζαρό κατά το μικρό σπιτάκι στην πύλη του Μόλου στο λιμάνι, που είχε κληρονομήσει από την συγχωρεμένη την αδελφή της την Αγαπία, όταν εκείνη πνίγηκε μαζί με τον άντρα της σε κείνη την μεγάλη θαλασσοταραχή πριν από πολλά χρόνια με το καίκι τους τον άγιο Μηνά, που πήγε αύτανδρο στον πάτο της θάλασσας.
Η Μαριγούλα, φορτωμένη στην καμπούρα της με σταφίδα και κηπευτικά θα πέρναγε πρώτα από το Μειντάνι στην αγορά να αφήσει την πραμάτεια της και μετά αφού τελείωνε θα περνούσε από τον Άγγελο να πάρει το νοίκι του μηνός.
Έφτασε στο σπίτι γύρω στη μιάμιση το μεσημέρι, αλλά δεν τον βρήκε. Δεν είχε επιστρέψει, όπως θα έπρεπε. Κάθησε να τον περιμένει ξεχορταριάζοντας τον μικρό κηπάκο συνηθισμένη όλο να ασχολείται. Περίμενε μέχρι τις εξήμιση τίποτε κι η ώρα είχε φτάσει οχτώ! Η γυναίκα μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, πέρασε από την ταβέρνα του Κριτσιώτη που ήξερε πως έτρωγε και χαζολογούσε τα μεσημέρια ο Άγγελος κι ο κυρ Σταύρος , ο ταβερνιάρης, της είχε πει ότι ο Άγγελος δεν είχε φανεί καθόλου. Ένας γνωστός εκεί της είπε πως το πρωί είχε πιεί ένα καφέ με τον καπετάν Κυριακό στον καφενέ και μετά είχε φύγει από ’κει χωρίς να ξαναφανεί, ούτε στο λιμάνι στα ψαράδικα που ερχόταν για να πουλήσει την ψαριά του τα μεσημέρια.
Η Μαριγούλα δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Είχε ήδη πέσει ο ήλιος και μέχρι να φτάσει στον Ζαρό, χωρίς φεγγάρι θα την έπαιρνε το μαύρο σκοτάδι. ‘Έτσι παρήγγειλε του Άγγελου πως θα ξανάρθει την Πέμπτη που θα πάρει τα λεφτά από τα πράματα που άφησε στην αγορά και θα τον έβλεπε για το νοίκι, γιατί και αυτή ήταν φτωχιά γυναίκα. Μα ούτε και σήμερα ο Άγγελος είχε φανεί. Εξαφανισμένος εδώ και τρεις μέρες.
– Θα παθε καμιά ζημιά και θα έπιασε σε κανένα μικρό λιμάνι, είπε σκεπτικός ο Μανιατάκης, μην τον φοβάσαι τον Άγγελο, έχει τον τρόπο του με την θάλασσα, εξάλλου και τα κουπιά του νάχασε το ρέμα θα πρέπει να τον έχει βγάλει έξω.
– Και τότε πού είναι; Γιατί δεν έρχεται; είπε απορημένη η γυναίκα.
– Μη μας πιάνει πανικός. Και στη θάλασσα να ’ναι, δεν έχει φόβο. Με το κουτάλι την έχει φάει τόσα χρόνια!
– Κι αν εβούτηξε που στην κατάστασή του δεν κάνει και τον έφαγε η θάλασσα;
Πού να βουτήξει βρε Μαριγούλα, κοτζάμ μαντράχαλος χρόνια στην θάλασσα, από αυτήν αρρώστησε, δεν ξέρει πως δεν πρέπει; Tώρα στα γεροντάματα κουζουλάθηκε; ειρωνεύτηκε ο χωροφύλακας και στη συνέχεια αφού σούφρωσε τα φρύδια και το στόμα, κοίταξε την θάλασσα πέρα και είπε με σοβαρότερη φωνή:
– Με φοβίζει το προχθεσινό μπουρίνι. Πάω στο Λιμεναρχείο απέναντι να ψάξουμε τώρα που ’χει ακόμα φως.
– Θα ’ρθώ κι εγώ μαζί!.
– Εσύ τράβα σπίτι, μήπως και γυρίσει, είπε κοφτά o χωροφύλακας με την φωνή του εκπροσώπου της κρατικής εξουσίας. Και άμα φανεί ή έχεις νεώτερα να μας ειδοποιήσεις.
Ο Μανούσος ο Βελιβασάκης κι ο Γιώργης ο Σημαντήρης, φίλοι καρδιακοί του Άγγελου που ανησυχούσαν το ίδιο για την εξαφάνισή του και είχαν παρακολουθήσει την συζήτηση, αποφάσισαν και αυτοί να ψάξουν τις κοντινές παραλίες που σύχναζε ο Άγγελος μπας και τον βρουν ή να πεταχτούν μέχρι την Αγία Πελαγία για να βρουν τον καπετάν Κυριακό για να τους πει μήπως και ήξερε κατά που είχε κινήσει εκείνο το πρωινό ο Άγγελος.
Δυστυχώς, οι έρευνες όλων απέβησαν άκαρπες.
Στη θάλασσα δεν υπήρχε ούτε ένα πλεούμενο και στη στεριά δεν βρήκαν κανέναν να γνωρίζει τίποτε. Οι φίλοι του Άγγελου έψαξαν σε όλες τις κοντινές παραλίες αλλά ούτε ίχνος του φίλου τους. Όταν τέλος έφτασαν στην Αγία Πελαγία είχε πια σκοτεινιάσει.
Ο γέρο Κυριακός παραξενεύτηκε που τους είδε τέτοια ώρα εκεί. Του εξήγησαν το γιατί, κι εκείνος τους επανέλαβε όσα είχε πει με τον Άγγελο εκείνο το πρωινό που είχε κατέβει από νωρίς την πόλη περιμένοντας να περάσει η ώρα για να πάει στον γιατρό για τα μάτια του.
– Και δεν σου είπε Καπετάνιε κατά που θα κινούσε; τον ρώτησε ο Σημαντήρης.
Ο άλλος τον κοίταζε έκπληκτος.
– Δεν μιλήσαμε σου λέω για το που θα πήγαινε. Μόνο που μου φάνηκαν παράξενες οι κουβέντες του, πρώτη φορά τον είδα τόσο φορτωμένο.
Πίσω στο Ηράκλειο ο Μανιατάκης αφού είχε ειδοποιήσει το Λιμενικό και είχε σιγουρευτεί πως δεν υπήρχε κανένα νέο για τον Άγγελο τράβηξε κατά την ταβέρνα του Σταύρου που οι θαμώνες της μαζεύονταν σιγά -σιγά πριν να σουρουπώσει..
Πέντε έξη τραπέζια όλα κι όλα, χαμηλοτάβανο. Το φώς απ τις γκαζόλαμπες που ήταν κρεμασμένες απ το ταβάνι, προσπαθούσε να φτάσει στις γωνιές του μαγαζιού, η μπόχα απ τα τσιγάρα κι η κάπνα απ το τηγάνι του Κριτσιώτη, σκάρωναν ένα μουντό σταχτί σύννεφο, που πάσχιζε να μοιάσει μ αυτά που ταξίδευαν στον σκοτεινό πια ουρανό. Βρήκε μερικούς ψαράδες να κουτσοπίνουν και να μιλάνε χαμηλόφωνα.
Ένα τραπέζι ήταν μόνο αδειανό, κάθισε κι είπε μια καλησπέρα.
– Είχαμε κανένα νεώτερο κυρ Μανωλιό; Είπε ο ταβερνιάρης.
– Μπα τίποτε, λες και άνοιξε η γης και τον κατάπιε. Κανείς δεν ξέρει κατά που τράβηξε και κανείς δεν τον είδε … Έχεις τίποτα να φάω; μετά βλέπουμε… τι τηγανίζεις, γαύρο; Δες τι έχεις και φέρε ρακί… Μα που, που αλλού να τράβηξε ο ευλογημένος;
– Ποιόν ψάχνεις με το συμπάθιο κυρ Αστυνόμε; ρώτησε τότε ένα ξανθό αμούστακο σχεδόν παλικάρι από μια παρέα στο διπλανό τραπέζι.
– Τον Άγγελο τον δύτη μαθές, απάντησε ο Μανιατάκης, μπας και λόγου σου τον έχεις δει τώρα τελευταία; Έχει τρεις μέρες να φανεί. Τον είδες;
– Τον είδα, στραβός είμαι;
– Πότε τον είδες;
– Ναι, ήταν προχθές στην Ντία, στον Άη Γιώργη είχε έναν τουρίστα! Εκείνον τον χοντρό τον Εγγλέζο που μένει στο Κνωσός στην Πλάνης. Μαζί μπήκανε και φύγανε με την βάρκα.
– Κατά πού, είδες;
– Δεν ξέρω κυρ Αστυνόμε. Εγώ ξεφόρτωνα κάτι τούβλα μαθές και τους είδα που έμπαιναν στην βάρκα και όλο λέγανε, λέγανε.
– Κάνας άλλος στην βάρκα ήτανε;
– Μονάχα ο Άγγελος κι ο τουρίστας.
Ο Μανιατάκης δεν κάθισε να αποσώσει το μεζέ και την ρακί. Σηκώθηκε και τράβηξε κατά το ξενοδοχείο που του είπε πως έμενε ο τουρίστας.
Το ξενοδοχείο Κνωσός ήταν το πρώτο ξενοδοχείο της πόλης στο Μεγάλο Κάστρο, δίπλα στην Ιονική Τράπεζα με δικό του εστιατόριο. Ο Δημήτρης Ζέης, Ανδριώτης, το είχε χτίσει εδώ και καιρό και τώρα τελείωνε και ένα ακόμη μεγάλο ξενοδοχείο το Παλλάς. Ήλπιζε να έβρισκε στο εστιατόριό του αυτή την ώρα τον Εγγλέζο για να μάθει κάτι περισσότερο, μα του είπαν πως και αυτός είχε μέρες να φανεί. Τον Εγγλέζο τον είχε ακουστά, ερχόταν χρόνια στο νησί και είχε απασχολήσει κατά καιρούς τις αρχές για αγοραπωλησίες αρχαίων, χωρίς όμως αποδείξεις.
Ο Μανιατάκης και οι συνάδελφοί του χωροφύλακες, δεν είχαν κατορθώσει ποτέ να τον βάλουν στο χέρι καθώς οι χωρικοί τις περισσότερες φορές είχαν κλειστά τα στόματά τους, ξέροντας πως θα βρίσκονταν και αυτοί κατηγορούμενοι για αρχαιοκαπηλία.
Μόνο φήμες είχε ακούσει, φήμες που κάθε φορά μπλέκονταν με φανταστικές ιστορίες, ιστορίες, ασύνδετες μεταξύ τους χωρίς να ξέρεις αν βασίζονται στη θεμελιώδη γνώση ή στον θρύλο.
Οι τελευταίες ήθελαν τον Εγγλέζο να ψάχνει για τον τάφο του Δία για χρόνια τώρα, κάθε καλοκαίρι που ερχόταν στο νησί. Πότε στο Γιούχτα, πότε στα Λασιθιώτικα βουνά και πότε στον Ψηλορείτη. Η τελευταία φήμη τον ήθελε να ψάχνει στον Γιούχτα μια ώρα γεμάτη δρόμο από τις Αρχάνες όπου με την βοήθεια ενός χωρικού στην βορεινή πλευρά του βουνού είχε ανακαλύψει τα θεμέλια μεγάλων τοίχων, ενός κτηρίου και ένα άνοιγμα που ίσως να οδηγούσε κάποτε σε μια μικρή σπηλιά που οι ντόπιοι ονομάτιζαν Σπηλιάρα του Σιλάμου.
Όμως καθώς τα στόματα όσων τα έλεγαν αυτά πίνοντας ρακί στις ταβέρνες λαλούσαν, ο Εγγλέζος βρήκε την σπηλιά γεμάτη χώματα , ώστε ούτε ένας άνθρωπος δεν μπορούσε να σταθεί μέσα και κάθε του προσπάθεια και ελπίδα για μια μεγάλη ανακάλυψη είχε αποβεί άκαρπη.
Οι χερσαίες έρευνες συνεχίστηκαν μόλις ξημέρωσε, και με τη συμμετοχή πολλών κατοίκων, κυρίως ψαράδων που ήξεραν και αγαπούσαν τον Άγγελο. Οι θαλάσσιες ήταν αδύνατες, εξαιτίας πάλι κάποιων ξαφνικών θυελλωδών βορείων ανέμων. Η αλήθεια βέβαια είναι πως κανείς από τους φίλους του Άγγελου, ούτε και ο Μανιατάκης, που το είχε πάρει κάπως προσωπικά δεν είχε καμιά σοβαρή βοήθεια, ούτε από το Λιμεναρχείο, που δήλωσε πως έκανε ότι μπορούσε, ούτε από το αστυνομικό τμήμα που δικαιολογήθηκε πως η έλλειψη προσωπικού και ο φόρτος εργασίας σε μια περίοδο καλοκαιριού με αρκετούς επισκέπτες δεν του επέτρεπαν να βοηθήσει περισσότερο.
Οι φίλοι του Άγγελου χτένισαν κάθε σπιθαμή της πόλης και της εξοχής. Αυγενική, Άγιο Θωμά, Λαράνι μέχρι τις Αρχάνες, ακόμα και τις πιο κατάξερες και παντέρημες γωνιές αλλά και όλες τις παραθαλάσσιες σπηλιές, σε κάθε ορμίσκο. Αποτέλεσμα μηδέν.
(Συνεχίζεται…)
Εδώ όλα τα κεφάλαια