Βιβλίο

“Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 7ο: Ο Τόμας Σπράντ, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Του πήρε κάμποσο καιρό να συνηθίσει τη νέα του ζωή, μέχρι να καταλάβει πως μπορούσε να βγάλει ακόμη το ψωμί του ψαρεύοντας και πουλώντας την ψαριά του στο λιμάνι στους εκλεκτούς πελάτες των εστιατορίων, οι περισσότεροι τουρίστες που έρχονταν να δούνε τα αρχαία και έκαναν την πρωινή τους βόλτα στην προκυμαία επιλέγοντας τους εκλεκτούς μεζέδες που θα τους συντρόφευαν το μεσημέρι στα εστιατόρια του λιμανιού. Εκεί τους έβλεπες να συζητάνε μεγαλόφωνα  πίνοντας  παγωμένες μπύρες, μετά από μια εξουθενωτική από την αφόρητη ζέστη και τον  καυτό καλοκαιρινό ήλιο βόλτα στα απίστευτα στενά και δαιδαλώδη σοκάκια του Ηρακλείου, όπως ακριβώς το ιστόρησε ο Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού:  « ένα μέρος-όνειρο που αιωρείται σε ένα κενό μεταξύ της Ευρώπης και της Αφρικής, μυρίζοντας έντονα από ακατέργαστα δέρματα, σπόρους κύμινου, πίσσα και υποτροπικά φρούτα» ή σε χαράδρες απόκρημνες που  φέρνουν ίλιγγο, φαράγγια στενά, άνυνδρα, αφιλόξενα.

«Και τι έχει το νησί , που σου αρέσει τόσο πολύ;» ρωτούσε τους τουρίστες στο λιμάνι, την ώρα που έβγαζαν από τα παχιά τους πορτοφόλια τα λεφτά  τους για να πάρουν το χάρτινο χωνί από παλιές εφημερίδες γεμάτο από τα ψάρια του.  «Το φως»  του απαντούσαν με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο μόνιμα στα χείλη. «Το φως, το φως και την φτώχια» μονολογούσε ο Άγγελος.

Τις Κυριακές στηνόταν ένα παράξενο παζάρι στην πλατεία των λιονταριών. Πολλοί οι ξένοι που  αγόραζαν αρχαία από τους ντόπιους, κοσμήματα, σφραγίδες και νομίσματα τόσα πολλά τότε που γέμιζες τις χούφτες σου με αυτά.

Ήταν η εποχή που πολλοί από αυτούς φόρτωναν ό,τι αρχαίο αντικείμενο έβρισκαν στην ύπαιθρο και τα βουνά του νησιού και επέστρεφαν στις πατρίδες τους κάνοντας χρυσοφόρο εμπόριο.  Οι  «ευγενείς» αρχαιοκάπηλοι που μάζευαν αντί ενός μικρού τιμήματος όποια πολύτιμα στοιχεία της κρητικής γης  έβρισκαν οι χωρικοί  στο χωράφι τους μετατρέποντας την πόλη σε παζάρι.

Μια μέρα που η  σιωπή του μεσημεριού απλωνόταν σαν βαριά παλάμη πάνω από το ενετικό λιμάνι και το φως ήταν τόσο δυνατό που ακόμη και αυτό έδειχνε καταβεβλημένο από την ίδια του την ένταση, φάνηκε εκείνος ο παράξενος, δίχως ηλικία, ψηλός χοντρός,  με κοκκινωπό δέρμα, ξανθά μαλλιά και στενόμακρα γυαλιά μυωπίας Εγγλέζος, το  ψάθινο καπέλο και το λευκό κουστούμι.

Μόλις είχε κατέβει από την  «Παλαμίδα» το ειδικά διαμορφωμένο μηχανοκίνητο καΐκι, το οποίο τους καλοκαιρινούς μήνες μετέφερε τους τουρίστες που βαριόντουσαν να περπατήσουν, σε πιο απομακρυσμένες  παραλίες ή οργάνωνε επισκέψεις σε χώρους απρόσιτους για …”ερευνητές”. Ήρθε  νωχελικά κάνοντας με το καπέλο του αέρα και στάθηκε μπροστά στην βάρκα του Άγγελου διακόπτοντας τον  χαλαρωτικό ρεμβασμό του μπροστά στα παχιά και ήρεμα σαν ποταμό από λάδι  κύματα

– Καλησπέρα, είπε ο χοντρός Εγγλέζος ελληνικά με μία κάπως παράξενη προσφορά. Λέγομαι Τόμας Σπράντ. Εσύ δεν είσαι ο Άγγελος ο δύτης;

Ο Άγγελος γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Ο όρθιος άντρας έτσι όπως στεκόταν μπροστά του έχοντας τον ήλιο στην πλάτη  του φάνηκε θεόρατος, πανύψηλος και σωματώδης, σα δράκος .

– Δεν ξέρω κανέναν δύτη μαθές, απάντησε ο Άγγελος. Εγώ ψαράς είμαι.

– Και όμως εσύ είσαι ο Άγγελος ο δύτης, σε ξέρω, μου μίλησε ο παπα Γιώργης για σένα, απάντησε ο εγγλέζος.

– Και σαν τι θές ελόγου σου, τα ψάρια μου τελειώσανε, αν θες πήγαινε στην ταβέρνα του Απόστολου και ίσως προλάβεις να φας καμιά καλή μερίδα.

– Δεν ήρθα για ψάρια Άγγελε, απάντησε ο Εγγλέζος. Ήρθα να συζητήσουμε για άλλα “φρούτα” που βγάζει η θάλασσα και που εσύ γνωρίζεις καλά απ’ όσο έμαθα.

– Λάθος πληροφορίες σου έδωσε ο Παπα Γιώργης, αυτός που ζητάς και τα φρούτα που ορέγεσαι δεν υπάρχουν πια εδώ και χρόνια. Τελέψανε σε μια βουτιά και γίνανε αναμνήσεις.

– Ξέρω, απάντησε σκεφτικός ο Εγγλέζος και κάθισε δίπλα του, σκουπίζοντας με το λευκό του μαντήλι την άμμο απ την πεζούλα.

– Έρχομαι χρόνια στο νησί και ξέρω αρκετά και για την ιστορία του και για εσάς τους κατοίκους του. Ο Παπα Γιώργης είναι καλός φίλος και πολλές φορές με δυο ρακές και λίγες ελιές στο πιάτο του αρέσει να διηγείται παλιές ιστορίες που εξάπτουν την φαντασία των ανθρώπων.  Αυτός μου μίλησε για σένα, μου είπε πως ήσουν σαν παιδί της θάλασσας, ένα με τον βυθό της και με τους θησαυρούς που κρύβει. Ξέρεις, Άγγελε,  εγώ ενδιαφέρομαι για αυτούς τους θησαυρούς. Μου αρέσει να τους μαζεύω και …πληρώνω καλά για αυτή μου την αγάπη.

– Τότε δεν θα δυσκολευτείς και πολύ να βρεις πράματα που θα σε ενδιαφέρουν. Όποιο χωράφι και να σκάψει κανείς όλο και κάτι σηκώνει από την γης, απάντησε ο Άγγελος.

– Μια βόλτα στην πλατεία των λιονταριών και ένα καλό μπαχτσίσι στον Μηνά τον λαχειοπώλη θα σε κάνει να ικανοποιήσεις την αγάπη σου για τους θησαυρούς που λες.

– Μην νομίζεις πως δεν έχω τις άκρες μου, απάντησε ο Εγγλέζος. Πολλές οικογένειες έφαγαν ψωμί από μένα με αντάλλαγμα άχρηστα γι αυτές πράγματα που βρήκαν στα χωράφια τους ή σε σπηλιές. Ρώτησέ τους αν θες να σου πουν για τον Εγγλέζο. Ωστόσο, τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ μετά από το κυνηγητό των αστυνομικών.

-Βλέπεις η κυβέρνησή σας προτιμά να τα μαζεύει σε κασόνια και να τα θάβει στα υπόγεια των μουσείων …και όλα αυτά δίχως να σας ανταμείβει για τον κόπο σας. Δίχως…. εύρετρα!.

– Τι θέλεις από μένα; απάντησε ο Άγγελος. Το ξέρεις πως δεν βουτάω πια, σακατεύτηκα.

– Ο παπα Γιώργης μου μίλησε για ένα δακτυλίδι, ένα χρυσό δακτυλίδι που κάποτε βούτηξες και βρήκες. Ένα δακτυλίδι με μια θεά πάνω σε ένα πλοίο.

– Ο παπα Γιώργης ότι θυμάται χαίρεται. Αυτό έγινε πριν από χρόνια. Το δακτυλίδι λέγανε πως ήταν ψεύτικο μαθές.

– Ναι, μου είπε πως ούτε ο Έβανς, ούτε και  ο Καλοκαιρινός θέλησαν να το πάρουν. Σίγουρα θα ήταν κάλπικο… Τι τα θες, … έτσι γίνεται συνήθως. Όπου υπάρχει ζήτηση υπάρχει και η προσφορά. Κάποιος τεχνίτης συγχωριανός σου θα το έφτιαξε για να το πουλήσει, δεν το πέρασε για αληθινό και τσαντισμένος όπως θα ήταν για τον χαμένο του κόπο θα το πέταξε στην θάλασσα, μέχρι να φτάσει στα δικά σου χέρια.

– Και λοιπόν; Αν είναι κάλπικο τότε τι σε νοιάζει;

–  Με νοιάζει γιατί γνωρίζω  κάποιους που δεν ξέρουν τι μπορεί να είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Ίσως αν τους το έδειχνα να μπορούσαμε να βγούμε και οι δυο κερδισμένοι. Μισά  – μισά όσα πάρουμε.

– Και πόσα νομίζεις πως μπορούμε να πιάσουμε από αυτό;

– Δεν ξέρω, πρέπει να το δω, πρέπει να δω πως θα το περάσω για αληθινό. Μην περιμένεις και πολλά βέβαια. Ξέρεις πως είναι παράνομο αυτό και πολλοί που ζητούν ανάλογα πράγματα, στηρίζονται στον φόβο και ρίχνουν τις τιμές.

Δεν πληρώνει πια κανείς αυτά που κάποτε πληρώνανε.  Αυτό  που ξέρω  όμως είναι πως ακόμη και τα λίγα είναι καλύτερα από το τίποτα.

– Δεν θυμάμαι που τόχω βάλει, πρέπει να ψάξω να το βρω, να το σκεφτώ πρώτα.

– Δεν σε πιέζω Άγγελε. Σκέψου το, ζύγισε τα πράγματα, σκέψου πως λίγα παραπάνω λεφτά στην κατάστασή σου δεν θα ήταν δα και άσχημα.

Τι έχεις να χάσεις;

Είναι αυτό που λέμε στην πατρίδα μου, κερδίζουμε όλοι. Κερδίζεις εσύ που ξεφορτώνεσαι ένα άχρηστο πράγμα που δεν σου πρόσφερε τίποτε παίρνοντας μερικά …θεόσταλτα λεφτά, κερδίζω εγώ που μεσολαβώ και βγάζω την προμήθειά μου, κερδίζει και ο αγοραστής που ικανοποιεί την επιθυμία του για ένα αντικείμενο της αρχαίας σας ιστορίας, άσχετα αν είναι ψεύτικο ή αληθινό, αυτό δεν το γνωρίζει και ούτε του το λέμε.

– Θα δω, δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Έλα ξανά να με δεις, ξέρεις που θα με βρεις.

– Εντάξει θα σου δώσω λίγο χρόνο. Μα να ξέρεις πως μεθαύριο φεύγω για την Αγγλία. Αν θα το δώσεις τότε θα πρέπει να έχουμε τελειώσει μέχρι αύριο, αλλιώς θα πρέπει να περιμένεις μέχρι το επόμενο καλοκαίρι,  αν φυσικά ξανάρθω.

– Έλα αύριο το μεσημέρι. Θα έχεις την απάντησή σου.

– Αύριο θα είμαι στην  Ντία, στον Άη Γιώργη  για μια δουλειά. Δεν έρχεσαι να με πάρεις το μεσημεράκι με την βάρκα σου; Mέχρι να φτάσουμε στο λιμάνι θα έχουμε μιλήσει και μάλιστα με την ησυχία μας χωρίς να μας δει κανένα περίεργο μάτι.

– Καλά θα έρθω τότες αύριο το μεσημέρι να σε πάρω και θα τα πούμε.

– Γεια σου Άγγελε και… δες το συμφέρον σου. Έρχεται βαρύς χειμώνας, πολλοί μιλάνε για πόλεμο ξανά. Το νησί θα αδειάσει απ’τους τουρίστες.

Τα ψάρια σου,  όσα και να μπορείς να πιάσεις,  δεν θα σου δώσουν χρήμα τις παγωμένες μέρες του. Σου δείχνω τον τρόπο να βγάλεις έναν χειμώνα άνετα και… ίσως παραπάνω.

(Συνεχίζεται…)

Εδώ  όλα τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

SHARE
RELATED POSTS
Για τον ΝΤΑΝΙΕΛ – Του Γιάννη Δημαρά, του Γιώργου Αρκουλή
“Το Παρίσι είναι πάντα μια καλή ιδέα” του Νικολά Μπαρρό, του Άγγελου Κουτσούκη
Μεγκ Ρόσοφ «Μυστικά ή ψέματα», του Μάνου Κοντολέων

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.