Όσο μεγάλωνε τόσο και κατέβαινε πιο συχνά κοντά της. Σκαστός απ’ το παράθυρο του πέτρινου σχολείου, έτρεχε μέσα από τα αμπέλια και τις μαυρισμένες πέτρες, έφτανε στην καυτή αμμουδιά, έβγαζε τα παπούτσια του και τα παλιά του ρούχα και βούταγε μέσα της γυμνός, να χαίρεται το μεγάλο της μυστικό, αστερίες, ψάρια πολύχρωμα, σπηλιές. Ο δικός της, και τώρα δικός του, ο κρυφός ο μαγικός της κόσμος. Κι ύστερα πάλι στο χωριό. Σε μια ζωή μίζερη, χωρίς προοπτικές.
Κι έτσι μεγάλωσε, ανδρώθηκε. Δουλειά στο χωριό και θάλασσα. Η πεζή καθημερινότητα και η επιθυμία. Ο ρεαλισμός και η φαντασίωση. Μέχρι που το πήρε απόφαση.
Μια μέρα παράτησε τα πάντα και κατέβηκε να μείνει για πάντα κοντά της. Θα γινόταν ψαράς, ναύτης, δύτης, εργάτης στον λιμάνι, οτιδήποτε θα του εξασφάλιζε μια ζωή κοντά στην θάλασσα, οτιδήποτε θα του χάριζε στα μάτια αυτό το μοναδικό θέαμα και αίσθηση που δίνει, με το πρωινό γαλάζιο ουρανό να γίνεται ένα με τον ορίζοντά της και τις βραδιές με το σκοτάδι της ποτισμένο με αλμύρα. Έγινε δύτης, βουτηχτής, βιοποριζόταν ανακαλύπτοντας χαμένα ναυάγια, πλοία βυθισμένα από τον παλιό πόλεμο, πότε να ανεβάζει διαβρωμένα πυρομαχικά, πότε να παλεύει για την ανέλκυση μιας παλιάς άγκυρας, πότε στα ανοιχτά του Κρητικού πελάγους να μαζεύει τα σφουγγάρια του βυθού.
Τη θάλασσα που είχε μπροστά του, πότε γαλήνια, ήρεμη σαν τα ξανθιά μαλλιά μιας όμορφης κοπέλας, και πότε ανταριασμένη, θυμωμένη, δε την φοβήθηκε ποτές. Ποτές του δεν κιότεψε μπροστά της. Ίσα-ίσα την είχε για παιχνίδι. Αυτό όμως που πάντα τον γοήτευε πιο πολύ ήταν τα αρχαία. Γρήγορα έγινε ένας από αυτούς τους δύτες που κάνουν βουτιές στην θάλασσα και προσπαθούν από μια παλιά βουλιαγμένη πολιτεία, ανάµεσα στα φύκια και στις ποσειδωνίες, να ξαναφέρουν στο φως ένα αγγείο, ένα αγαλματάκι, μιαν επιγραφή. Για τον Άγγελο, η αναζήτηση για κάποια μοναδικά μικροαντικείμενα – που άλλοι δεν μπορούσαν να βρουν γιατί δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ μέσα στο νερό – μαζεμένα από μια θάλασσα αθέριστη, ήταν η λύση και το μέσον που μέσω κάποιων εμπόρων μπορούσε να ανταμείψει ικανοποιητικά τον κόπο του, και να συντηρήσει την απλή ζωή του.
Είχε μείνει ήδη σχεδόν ενάμισι λεπτό στον βυθό, ήξερε καλά πως θα μπορούσε ακόμη χωρίς να πιέσει τον εαυτό του να μείνει για ένα τουλάχιστον λεπτό παραπάνω. Άρχισε να μετρά. Ένα, δύο, τρία…Συγκέντρωσε το βλέμμα του όπως ένας έμπειρος ιχνηλάτης που αναζητά τα ίχνη. Βυθίστηκε ακόμη λίγο. Ο χρόνος τρέχει, τρέχει ασταμάτητα. -Μπορείς! Προσπάθησε. Αξίζει τον κόπο! Και ξαφνικά αυτή η θορυβώδης σιωπή της αναμονής με την ελπίδα πάντα ότι όλα θ’ αλλάξουν μετατρέπεται σε χαρά. Μπροστά στα μαύρα στρογγυλά του μάτια αφημένο ανάμεσα στα φύκια και στην άμμο, χρύσιζε ξεθαμμένο από την ανακατωσούρα του κοπαδιού, το δακτυλίδι. Μια μορφή γυναίκας μέσα σε ένα παράξενο πλοίο που θυμίζει ιππόκαμπο να σκίζει την θάλασσα, ένας βωμός που στην κορυφή του φυτρώνει ένα δέντρο, και δυο ακόμη ανθρώπινες φιγούρες να κάθονται στις άκρες του.
Ήταν η πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που ο Άγγελος έβρισκε κάτι παρόμοιο, τόσο πρωτόγνωρα εντυπωσιακό, τρομακτικά υπέροχο θα έλεγες. Το έβαλε στο τσεπάκι του μαγιού του και σηκώνοντας τον βλέμμα προς τα πάνω έκλεισε τα μάτια και άφησε το σώμα του να ανεβαίνει σιγά- σιγά την επιφάνεια του νερού. Τα πνευμόνια του πάνε να σκάσουν. Έφτασε στην βάρκα του, έβγαλε το κεφάλι έξω και ρούφηξε άπληστα στον καθαρό αέρα. Άπλωσε τα χέρια στα σκοινιά της και ξεκουράστηκε, παίρνοντας μικρές επαναλαμβανόμενες βαθιές ανάσες. Δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε δει μέσα στον βυθό της θάλασσας, δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως το πολύτιμο εύρημά του βρισκόταν χωμένο εκεί στο πλάι του μαγιού του, ανασυρμένο ύστερα από τόσους αιώνες λήθης και σιωπής. Έδωσε μια και ανέβηκε στην βάρκα. Έβγαλε ένα μπουκάλι νερό και ξέπλυνε το πρόσωπό του. Ύστερα, έβαλε το χέρι του και έπιασε το δακτυλίδι. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και είχε μονίμως χαραγμένο ένα χαμόγελο στα χείλη του. Τα χέρια του έτρεμαν, το άγχος τον είχε κυριέψει και κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το μέτωπό του ώσπου τελικά έπιασε το δακτυλίδι με τα δάχτυλά του στο βάθος της τσέπης του. Εκεί στην μέση του πελάγους ο Άγγελος είδε για πρώτη φορά ολοκάθαρα αυτή την μοναδική σκηνή της μητέρας θεάς να ευλογεί τα νερά, μια σκηνή που στα συνηθισμένα στα απλά πράγματα μάτια του έμοιαζε με την γιορτή των Φώτων. Σαν να έβλεπε τους παπάδες στις άκρες του λιμανιού να πέφτουν σε έκσταση βλέποντας τον ίδιο τον θεό να κατεβαίνει από τον ουρανό, να κάθεται στον θαλάσσιο βωμό του και έπειτα να ξεκινά το μεγάλο ιερό του ταξίδι στην θάλασσα.
Ο Άγγελος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω του, το έβλεπε και έλαμπε και ο ίδιος, ένιωθε πως έπαιρνε λίγο από την λάμψη του, ένιωθε πως η ζωή του ξεπλήρωνε ότι του χρωστούσε, ότι του στέρησε η ένδεια του τόπου που μεγάλωσε. Έλα Χριστέ και Παναγιά, πόσ’ όμορφος πού’ ταν ο κόσμος όταν σου έφερνε τέτοια απρόσμενα πολύτιμα δώρα. Πόσ’ όμορφη θά’ταν η ζωή του.
(Συνεχίζεται…)
Εδώ όλα τα κεφάλαια