Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Τα βιβλία είναι βουβά. Τα περιτριγυρίζουν όμως πολλά λόγια. “Ο Τζορτζ Φλόιντ δεν πέθανε κατά λάθος”, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

Pane di capo στις ΠηγέςΚαλλιθέας-Άνοιξε & μας περιμένει με ευχάριστες εκπλήξεις

Ένα καλοκαίρι στη Σύρο, από εκείνα τα μεγάλα υπέροχα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας πρωτοδιάβασα μια ιστορία που και αυτή σαν πολλές άλλες έμεινε καταχωνιασμένη στα τρίσβαθα της μνήμης, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή που χρόνια αργότερα ένα έναυσμα θα την έφερνε στην επιφάνεια και θα την συνέδεε με την εικόνα του παζλ για να πάρει την τελική της μορφή και θέση. Πρέπει να ήταν απογευματάκι της δεκαετίας του 70, και γω καθισμένος σε μια σκιερή πεζούλα τελείωνα το βιβλίο που αχόρταγα διάβαζα λουσμένος από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου των Κυκλάδων, στην έρημη ησυχία του νησιού. Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου ήταν ένα κοριτσάκι, ονόματι Αλίκη, που βαριόταν κι έψαχνε για μια περιπέτεια. Όπως βαριόμουνα και γω.

Ονειροπολώντας, ταξίδεψε σ’ έναν τόπο, όπου κουνέλια έτρεχαν κοιτώντας συνέχεια τα μεγάλα ρολόγια στην τσέπη τους, κυνηγημένα από το χρόνο και όχι από τους ανθρώπους, μεγάλοι μπλε γάτοι μπορούσαν να εξαφανίζονται και να κάνουν μαγικά, οι κάμπιες να καπνίζουν ναργιλέ, τα μπισκότα και μανιτάρια να αλλάζουν τις διαστάσεις του σώματός σου και η Ντάμα Κούπα της τράπουλας να διατάξει να κοπούν τα κεφάλια των υπηκόων της.

Δεν νομίζω να κατάλαβα πολλά εκείνη την εποχή διαβάζοντας το. Μάλλον κατάλαβα ότι το μυαλό ενός παιδιού μπορούσε να καταλάβει. Τα υπόλοιπα, αυτά που έπρεπε μάλλον να μου πει τα κατάλαβα χρόνια μετά συνδυάζοντας την ζωή με το παραμύθι, την αληθινή περιπέτεια με τα οξύμωρα σχήματα της καθημερινότητας, Μιας καθημερινότητας που όπως και στο βιβλίο της Αλίκης οι καθιερωμένες αντιλήψεις πάντα ανατρέπονται, και οι κοινωνικοί θεσμοί και πρακτικές ποτέ δεν σταματούν να χλευάζονται. Ωστόσο κατάλαβα πως η Αλίκη δεν θα μπορούσε να ήταν ποτέ, όπως και γω και κάθε άλλος απόλυτα ελεύθερη να καθορίσει την προσωπικότητά της. Γιατί ποτέ κανείς μας δεν μπορεί να αλλάζει, να εξελίσσεται και να καθορίζεται από τις επιλογές και τις πράξεις του. Κανείς μας δεν ήρθε στην ζωή απαλλαγμένος από προηγούμενες δεσμεύσεις. Ναι μπορεί να ζούμε μιαν ολόκληρη ζωή, ψάχνοντας κάθε φορά και κάθε στιγμή να βρούμε την ταυτότητά μας, δίχως τις ευφάνταστες συμβολικές αυξομειώσεις στο μέγεθος ανα περίσταση, αλλά με πολλές ανάλογες αυξομειώσεις του εγώ, αλλά σχεδόν πάντα εκούσια ή ακούσια όλοι μας προσπαθούμε να αυτοκαθοριστούμε βάσει των άλλων.

Η αγωνία μας είναι οι άλλοι, με τα βλέμματά τους, την κοινωνική κριτική που ασκούν, με την απαξίωση τους σε κάθε αδέσμευτο χαρακτήρα, περιθωριοποιώντας τον. Όλοι μαζί με την Αλίκη μεγαλώνοντας βρισκόμαστε σε μια θαυματουργή φυλακή, ένα κλειστό σύστημα που για να μας αποδεχθεί, μας επιφυλάσσει μια συγκεκριμένη ταυτότητα, μια συγκεκριμένη θέση και έναν συγκεκριμένο ρόλο. Και μεις πρέπει να προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σε αυτόν τον παράλογο κόσμο, άλλοτε μεγαλώνοντας και άλλοτε μικραίνοντας, παίζοντας το παιχνίδι με τους κανόνες του. Τους κανόνες του χώρου που βρεθήκαμε πέφτοντας μέσα από μια μήτρα – κουνελότρυπα, του χώρου της ενηλικίωσης. Ο κόσμος των παράλογων θαυμάτων, των παράδοξων και απίστευτων καταστάσεων, όπου μπορείς να περιμένεις τα πάντα, είναι ο κόσμος της ενηλικίωσής μας.

Είναι ο κόσμος που όπως τότε που διάβαζα την ιστορία της Αλίκης μου φαινόταν πολλές φορές, παράλογος, σκληρός, και προσπαθούσα με μπόλικη δόση της παιδικής μου αφέλειας και ανησυχίας, να απαντήσω στα περισσότερα ερωτήματα, τις αγωνίες και τα μυστήρια της εποχής, ταξιδεύοντας μέσα από βιβλία σαν και αυτό σε μιαν άλλη χώρα, στη χώρα της φαντασίας της, γεμάτος απορίες και περιέργεια με τη λαχτάρα να γνωρίσω ένα άλλο κόσμο, γεμάτο παιχνίδια, εντυπωσιακές φιγούρες και λουλούδια που μιλούν. Το βιβλίο της Αλίκης ήρθε και πάλι στο μυαλό μου, βλέποντας έναν άνθρωπο να πεθαίνει επειδή το δέρμα του χρώματός του ήταν πιο σκούρο από αυτό του θύτη του.

Η Αλίκη είμαστε εμείς και η ύπαρξή μας καθορίζεται από τα βλέμματα των άλλων. Αυτό που είμαστε, είναι ο τρόπος που μας βλέπουν οι άλλοι. Ο τρόπος που οι άλλοι θέλουν από μας να υπάρχουμε. Όχι δεν είμαστε ελεύθεροι να γίνουμε αυτό που θέλουμε στον κόσμο των μεγάλων. Όλων εκείνων των συμβιβασμένων, που κατασκεύασαν αυτή την παράλογη κοινωνική πραγματικότητα από την οποία κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει. Μια κοινωνική πραγματικότητα στην οποία κάθε τι ξένο σε αυτή το περιθωριοποιούν. Διάβασα την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων μικρός, παιδί και πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω πως αυτό το παραμύθι, το όμορφο το μαγικό, είναι και μια φωνήδιαμαρτυρίας, μια κριτική στην έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό, απέναντι σε κλειστά συστήματα που καθορίζουν τους ρόλους των ανθρώπων.

Είναι εν τέλει μια κριτική απέναντι σε κάθε άνθρωπο που αναπαράγει έναν λάθος κόσμο που προσπαθεί να επιβάλλει τη λογική, να φτάσει στον “υπεράνθρωπο” ή τον “άρειο”.

Εκείνον που ονειρεύεται να σχηματίσει τις…”ιδανικές” κοινωνίες ενός εφιαλτικού αύριο.

SHARE
RELATED POSTS
Το κάστρο, του Γιώργου Χατζηδιάκου
Άλλα τα μάτια του λαγού…, του Γιάννη Παπαϊωάννου
Η Κυριακή των νεκρών μου, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.