Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»
και Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής
Τρελάθηκε από τη χαρά της όταν πληροφορήθηκε ότι ο Σύλλογος του χωριού της θα διοργάνωνε εκδήλωση χορού με μπουζούκια, βιολιά, σαντούρια και ντέφια. Ειδικά όταν άρχισε να στήνεται και η εξέδρα όπου θα ανέβαιναν τα όργανα, αλλά και δεύτερη ξεχωριστή από την οποία ο δήμαρχος θα εκφωνούσε τον πανηγυρικό του λόγο με τα πεπραγμένα της θητείας του καθώς και τις νέες του προοπτικές για το χωριό με τα κονδύλια που εξασφάλισε από το υπουργείο, και από την οποία εξέδρα θα καλούσε κάθε έναν ξεχωριστά από μικροφώνου για να του απονείμει το δώρο που θα κέρδιζε κατά την λαχειοφόρο αγορά εν τω μέσω του γλεντιού και πάνω στο τσακίρ κέφι, τότε ήταν που δεν κρατιόταν με τίποτα.
Το είπε στη μάνα της ότι δεν πρέπει να χάσει αυτό το πανηγύρι, γιατί πού θεός ήξερε πότε θα ξαναγινόταν. Βλοσυρή εκείνη της γύρισε το μάτι. Θα ήταν προτιμότερο να της έριχνε χαστούκι όπου πολύ λιγότερο θα πονούσε, από το να της το απαγόρευε.
Ο πατέρας της δεν έβγαλε άχνα. Ούτε καν τράβηξε τα μάτια της από τα μάτια της μάνας της που τα είχε καρφωμένα. Εξακολουθούσε να την κοιτά επίμονα, περίμενε να την ακούσει, να της πει το μεγάλο «ναι». Ήθελε πολύ να είναι μαζί της εκείνη τη βραδιά στο ξεφάντωμα που θα γινόταν. Εδώ και μήνες όμως η μάνα της εξακολουθούσε να είναι ατημέλητη, φορώντας μόνο ένα μαύρο φόρεμα και τα μαλλιά της ξέπλεκα, ούτε που τα σήκωνε λίγο προς τα πάνω για να φανεί το πρόσωπό της, κρατώντας το πένθος. Εκείνη όμως, ούτε την καταλάβαινε ούτε την ένιωθε. Έπρεπε οπωσδήποτε να παραβρεθεί σ’ αυτή την εκδήλωση γιατί ήταν μόνο δεκαοκτώ χρόνων κορίτσι πάνω στα ντουζένια του, και δεν της ταίριαζαν τα μαύρα, ούτε της πήγαινε το πένθος, ας ήταν τουλάχιστον να την έβλεπε στο χορό, να της έπιανε το χέρι κι ας σωριαζόταν εκεί κάτω μπροστά στο κέντρο της τσιμεντένιας πίστας, μπροστά στους οργανοπαίκτες.
Παρ’ όλα αυτά, η μάνα δεν λύγισε. Χτύπησε μοναχά το χέρι γροθιά στο τραπέζι. Τσιμουδιά ο πατέρας δεν έβγαλε.
Πήγε στο δωμάτιό της και ξάπλωσε. Μες στο κεφάλι της όλη τη νύχτα άκουγε το βιολί, το σαντούρι, το ντέφι και το μπουζούκι να την κοροϊδεύουν, κι αυτή η φωνή της Βιολέτας ανάμεσα στα τραπέζια περιφερόμενη με το μικρόφωνο στο χέρι και με το «Μπαρμπαγιαννακάκης» τραγουδώντας, να την τρελαίνει.
Κατά τις τρεις τη νύχτα άνοιξε το παντζούρι, ακούμπησε τα δυο της χέρια στα μάγουλα κι άρχισε να σκέπτεται τη μάνα της: με ποιόν να νταραβερίζεται τώρα, ποιος τάχα να της κρατά το μαντήλι για να κάνει φούρλες στο χορό, ποιόν άραγε να κοιτάει, θα την σκέφτεται τάχα και ‘κείνη ανάμεσα στους άλλους, με ποιόν να πίνει σταυρωτά τις κούπες κρασιού…, κι άρχισε να καταριέται τους νεκρούς κι όλα της γης τα πένθη.