Τη δεκαετία του ’50, η Ελλάδα μετά από έναν πόλεμο, την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο, προσπαθούσε να σταθεί ξανά όρθια και να μαζέψει τα κομμάτια της να επουλώσει τις βαθιές πληγές. Η ανοικοδόμηση της χώρας σήμανε μεταξύ άλλων και την εμφάνιση των μεγάλων κι επιβλητικών πολυκατοικιών, οι οποίες ειδικότερα στην Αθήνα έκαναν την εμφάνισή τους με καταιγιστικό ρυθμό με την έλευση της δεκαετίας του 60, φυσικά σε βάρος των μικρών σπιτιών με τις ασπρισμένες αυλές γεμάτες ζουμπούλια που καθημερινά γίνονταν κομμάτια από τις «δαγκάνες» της μπουλντόζας του εκμοντερνισμού. Κάποιοι όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν τις μονοκατοικίες τους στον «εκμοντερνισμό» και τις «ανέσεις» της πολυκατοικίας και αντιστάθηκαν όπως και όσο μπορούσαν στη νέα «μόδα».
Δυστυχώς γι΄αυτούς τους ανθρώπους όμως το ποτάμι δε μπορούσε να γυρίσει πίσω.Η Δραπετσώνα είναι μια τέτοια ιστορία που εκτυλίχθηκε το 1961. Η απόφαση της τότε κυβέρνησης να γκρεμίσει τα σπίτια και τα παραπήγματα των πάμπτωχων μικρασιατών προσφύγων της περιοχής ούτως ώστε να χτιστούν πολυκατοικίες, συνάντησε την έντονη αντίδραση των κατοίκων της. Κάθε μέρα όλες οι εφημερίδες είχαν εκτενέστατα ρεπορτάζ για τις κινητοποιήσεις των πολιτών, το θέμα είχε πάρει διαστάσεις και τίποτε δεν έδειχνε ότι ένα τέλος σε αυτή τη θύελλα θα ερχόταν σύντομα και ήρεμα. Κάθε φορά που οι μπουλντόζες πήγαιναν να γκρεμίσουν τα σπίτια, συναντούσαν μπροστά τους ένα ανθρώπινο τείχος από φτωχούς μεροκαματιάρηδες κατοίκους της Δραπετσώνας κι έτσι έφευγαν άπρακτες…
Εκείνη την εποχή, ο Γιάννης Θεοδωράκης -αδελφός του Μίκη- αρθρογραφούσε για τις εξελίξεις στην περιοχή στην «Αυγή» και σε μια συζήτηση που είχε με τον αδελφό του του πρότεινε να γράψει ένα τραγούδι για τόσα συνέβαιναν εκεί, μήπως και ηρεμήσει κάπως η κατάσταση. Η μουσική βλέπεις εξημερώνει…Ο Μίκης συμφώνησε και του είπε ότι με την πρώτη ευκαιρία θα το προσπαθούσε… Ένα πρωί, που ο Θεοδωράκης μπήκε στο αυτοκίνητό του την ώρα που οδηγούσε, εντελώς ξαφνικά ήλθε στο μυαλό του η μελωδία του τραγουδιού που επρόκειτο να γράψει για τη Δραπετσώνα και αμέσως φρέναρε καταμεσής της οδού Πατησίων με όλα τα οχήματα εν κινήσει, προκειμένου να γράψει τις νότες που εμπνεύστηκε σ’ ένα πακέτο τσιγάρων! Με το απότομο φρενάρισμα, το αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε ήταν μοιραίο να χτυπήσει το δικό του. Αντί όμως ο Μίκης να βγει να δει την ζημιά και να δώσει εξηγήσεις στον έξαλλο οδηγό του πίσω αυτοκινήτου έμεινε καρφωμένος στην θέση του οδηγού γράφοντας την μουσική στο πακέτο από τα τσιγάρα. Ούτε καν έδωσε σημασία στο τι συνέβαινε γύρω του.
Η συνέχεια, είναι γνωστή. Αμέσως τηλεφώνησε στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη και του ζήτησε να ακούσει τη μουσική και να γράψει στίχους με θέμα τη Δραπετσώνα και τα προβλήματά της. Και μετά από λίγες μέρες ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έμπαινε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τραγούδι με τη συνοδεία του μπουζουκιού και της δεύτερης φωνής του Μανώλη Χιώτη. Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά. Η παλιά Δραπετσώνα με τα χαμηλά ασπρισμένα σπιτάκια που σε δωματιάκια δύο επί τρία στέγαζαν ολόκληρες οικογένειες, με τα δημόσια ουρητήρια γιατί κανένα σπίτι δεν είχε τουαλέτα, τους βρώμικους λασπωμένους δρόμους, τον νταλκά, τα δάκρυα, την πείνα και την φτώχεια, δεν υπάρχει. Μια σύγχρονη πόλη ενταγμένη στον αστικό ιστό της μεγαλούπολης σκέπασε για πάντα τις μνήμες εκείνης της ζοφερής και γεμάτης στερήσεις εποχής. Οι δυτικές συνοικίες του Πειραιά – η Δραπετσώνα και το Κερατσίνι – δήμοι αλληλένδετοι με την εξέλιξη των βιομηχανιών διεκδικούν την αποκατάσταση της χαμένης τους σχέσης τόσο με τη θάλασσα όσο και με το “φυσικό” τοπίο αν και μια βόλτα στα δρομάκια πίσω από τον Άγιο Διονύσιο μπορεί ακόμη να σου αποκαλύψει ένα σκηνικό της εποχής εκείνης με τα «λαμαρινάδικα», τις αποθήκες, τις βιοτεχνίες και τις βιομηχανίες με τους χοντρούς τοίχους και τις σιδερένιες πόρτες, που διατηρούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Περπατώντας θα βρεις ακόμη μερικά παλιά σπιτάκια με ξεχαρβαλωμένα κουφώματα όπου έπαιζαν μπουζούκι οι προπολεμικοί ρεμπέτες, στενά χωρίς ονόματα και τις ράγες του τραμ του Περάματος. Ένα απόκοσμο σκηνικό με έντονα τα σημάδια της ιστορίας του λιμανιού του Πειραιά που γοητεύει και αρχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον ανθρώπων της τέχνης που έρχονται να ξαναδώσουν ζωή στα επιβλητικά βιομηχανικά κτήρια, έχοντας δει πώς αναπτύσσονται αντίστοιχες περιοχές στο εξωτερικό. Αυτή η μικρή σκληρή μα συνάμα τρυφερή ιστορία για ένα τραγούδι και έναν τόπο που αγαπήθηκε και σημάδεψε μια εποχή ίσως θα πρέπει να γίνει «μάθημα» για όποιον-α θελήσει να μιλήσει για τις δυτικές συνοικίες και τους κατοίκους τους, για όσους χωρίζουν εαυτούς και αλλήλους σε τάξεις ανάλογα με τον τόπο κατοικίας ή τις ενδυματολογικές τους επιλογές.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr