Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Ομότιμος Καθηγητής του ΕΚΠΑ. Διαβάστε τα άρθρα του Μάνου Στεφανίδη ΕΔΩ
Θα σου δώσω μια να σπάσεις
Αχ βρε κόσμε γυάλινε
Και θα φτιάξω μια καινούργια
Κοινωνία άλληνε…*
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν ποτέ και δεν είναι ούτε σήμερα εύκολη περίπτωση. Απεναντίας. Επειδή δεν είναι απλά και μόνο ένας τραγουδιστής. Ούτε καν κάποιες, δεκάδες εκατοντάδες τραγούδια. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και αποτελεί αφέλεια να τον προσεγγίζει κανείς μονοδιάστατα. Τον Καζαντζίδη, αυτόν τον ακατέργαστο Πόντιο από τη Ν. Ιωνία, είτε τον λατρεύεις φανατικά, χωρίς όρια, είτε τον σιχαίνεσαι έως θανάτου. Και είναι βέβαια ψέμα να υποστηρίζεται ότι η πρόσφατη υστερία είναι αποτέλεσμα απλώς της ταινίας του Τσεμπερόπουλου – που δεν είδα – γιατί ο Στελάρας ως σταθερός ήρωας της φτωχολογιάς, τρεις, ολόκληρες δεκαετίες μετά το θάνατό του, εξακολουθεί να προκαλεί υστερία και να παραμένει μύθος, λαϊκό είδωλο, σύμβολο μιας άλλης Ελλάδας αλλά και συνεχιστής εκείνου του πολιτικού – κοινωνικού διχασμού που ποτέ δεν μας εγκατέλειψε ως έθνος. Και ας μην έχει ο ίδιος καμία σχέση ούτε με τα κόμματα, ούτε με τις ηγεσίες τους. Παρότι προέρχεται από κυνηγημένη, αριστερή οικογένεια, υπηρέτησε ως μουλαράς σε τάγμα ανεπιθυμήτων και υπήρξε έμπρακτα εχθρός των μπουρζουάδων και των κάθε μορφής μεγαλεμπόρων. Και παρότι κατέστησε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη ή “Το πέλαγο είναι βαθύ” του Χατζιδάκι εναλλακτικές προτάσεις εθνικού ύμνου. (Τραγική ειρωνεία: Στην ταινία “Υπάρχω” τη μουσική επιμελείται ο Μάτσας)!
Αυτά ως εισαγωγή… Κάτι πιο προσωπικό τώρα: Ως τα είκοσι μου χρόνια δεν άντεχα τα τραγούδια του Στέλιου επειδή ακριβώς αυτά συμβόλιζαν ό,τι ήθελα να ξεπεράσω και επειδή εκπροσωπούσαν αυτό από το οποίο ήθελα με όλη μου την ψυχή να ξεφύγω. Δηλαδή τη φτώχεια του Περάματος, τη μιζέρια των Ταμπουρίων, τη μουτζούρα των μηχανουργείων στη Δραπετσώνα και στον Ρέντη. Με κατέθλιβαν το παράπονο, ο πόνος, ο αδιέξοδος ορίζοντας και η αισθητική του φαταλισμού που αυτά αποδέχονταν:
Μα τί να κάνω ο φτωχός
Μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός
Και πίσω μαύρο ρέμα…
Πικρό σαν δηλητήριο
Είναι το διαβατήριο
Που πήρα για τα ξένα…
Από την οικογένεια του πατέρα μου είχαμε ήδη τρεις μετανάστες στον Καναδά και από την πλευρά της μάνας μου περισσότερους νεκρούς στον Εμφύλιο. Δηλαδή πράγματα και καταστάσεις που θέλεις να ξεχάσεις, να ξεπεράσεις ακριβώς για να προχωρήσεις μπροστά. Όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου και στα πρώτα έτη του πανεπιστήμιου, υπήρξα ερωτευμένος με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την ξύλινη φωνή και την δωρική, απέριττη ερμηνεία του. Μία φωνή που ήξερε να τραγουδάει με ιερατικό τρόπο τα ρεμπέτικα και με ριζοσπαστική άποψη τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο και τον Μούτση. Πού ήξερε να είναι συγχρόνως λαϊκός και αριστοκράτης δίνοντας αισθητική συγκίνηση χωρίς ίχνος κατάθλιψης ή αυτολύπησης.
Αντίθετα, ο Στέλιος ήταν και παρέμεινε σε όλο του τον βίο λούμπεν και πληβειακός αδιαφορώντας για αισθητικές ισορροπίες ή υψυπετείς προσεγγίσεις της μουσικής έκφρασης. Ήταν αυτός μόνος, με τον αγιάτρευτο καημό του απέναντι στην αδικία του κόσμου, ήταν αυτός και το ένστικτό του που ερχόταν από πολύ μακριά, από τα μοιρολόγια του Πόντου και από τους θρήνους του δημοτικού τραγουδιού, ανακατεμένους με τη μοιρολατρία της Ανατολής. Αφού ο Στελάρας θρηνούσε και θρηνεί ακόμα τον ξεριζωμό της Μικράς Ασίας, την εσωτερική προσφυγιά, το δράμα ενός Εμφύλιου που δεν τελείωσε ποτέ. Απαντήστε μου λοιπόν σάς παρακαλώ και με το χέρι την καρδιά, έχουν επουλωθεί, μέχρι και σήμερα, αυτές οι πληγές;
Να που οφείλεται η αταβιστική, σχεδόν μεταφυσική λατρεία προς το πρόσωπο του, ανάλογη με εκείνη της Μαρίας Κάλλας ή του Έλβις Πρίσλεϊ. Μία λατρεία που ποτέ κανείς πολιτικός δεν αξιώθηκε να απολαύσει αλλά την ένιωσε κάποιος από το πουθενά που ελάχιστα ενδιαφερόταν για αυτή. Τη δεκαετία του ’80 όταν ήμουν στη Γερμανία, έβλεπα με τεράστια έκπληξη στα σπίτια δεκάδων μεταναστών ένα είδος ρωμαϊκού lararium με τις φωτογραφίες, τους δίσκους, τα κεριά και τα αναμμένα καντήλια για τον Καζαντζίδη. Δίπλα στην ελληνική σημαία! Αλλά και στη Λευκωσία πρόσφατα στο πιο παλιό μαγέρικο της διχοτομημένης πόλης, δίπλα στους ουρανοξύστες των νεόπλουτων και τις μπίζνες των αεί δοσίλογων, έφαγα κολοκάσι και φασούλες κάτω από την τεράστια φωτογραφία του Καζαντζίδη.
Για αυτό μίλησα πιο πάνω για κοινωνικό – πολιτικό φαινόμενο και εθνικό σύμβολο. Έστω κι ενός περιθωρίου. Που όμως υπάρχει! Και το οποίο ποτέ δεν αποδέχτηκε το σύστημα. Από την άλλη γνωρίζω πώς ένας ολόκληρος κόσμος δεν θα συμφιλιωθεί ποτέ μαζί του και …καλύτερα. Το είπαμε ήδη, ο Στελάρας είναι πολύ ζόρικη υπόθεση.
Η ζωή μου όλη
Είναι ένα τσιγάρο
Που δεν το γουστάρω
Κι όμως το φουμάρω…
* Σε χρόνο ανύποπτο, το τόσο δημοφιλές αυτό τραγούδι “Θα σου δώσω μια να σπάσεις..” το άκουσα σε μία συναυλία της ΚΝΕ λογοκριμένο. Εκεί που ο στίχος λέει “και στης γυναίκας την καρδιά /θα βάλω λίγη μπέσα” επειδή προφανώς ακουγόταν μισογυνικό, η κομματική, ορθή γραμμή επέβαλε την εξής αλλαγή: “και στου ανθρώπου την καρδιά /θα βάλω λίγη μπέσα”. Άφεριμ σύντροφοι!
ΥΓ. 1 Να μην ξεχάσω πόσο με σπάραζε παιδί ο συγκλονιστικός κυρ Αντώνης του Χατζιδάκι – με την Μαρινέλλα σεγκόντο – που πάει να κοιμηθεί για να ξεχάσει… . Αλλά και ο αντάρτης Αντώνης του Μίκη που τον ξεκλήρισαν οι εξουσίες ή η Καταχνιά του Λεοντή. Και βέβαια όλος ο Άκης Πάνου. Αλλά και το μοναδικό τραγούδι του Λοΐζου που έχει ερμηνεύσει σαν χρησμό. “Το τελευταίο βράδυ μου” σε στίχους Ευτυχίας.
ΥΓ. 2 Τώρα γιατί βάζω την φωτογραφία του δίπλα στην κυρά Μαρία, βρείτε το εσείς! Ίσως για τις μοναδικές οκτάβες που μόνο αυτοί έφταναν. Ίσως γιατί θα ήθελα να συνυπάρξουν στη σκηνή, μαζί ίσως με τον Παβαρότι. Ίσως γιατί και η όπερα, λαϊκή μουσική είναι…
Οφείλω μερικές ακόμη διευκρινίσεις: Στην οικογένεια μας η μάνα μου που είχε ωραία φωνή, τραγουδούσε Κάκια Μένδρη, Μαρίκα Νίνου, Νίκο Γούναρη, Στράτο Παγιουμτζή και τα ρεμπέτικα της Μπέλλου και του Τσιτσάνη. Στον πατέρα μου άρεσαν τα “ταξιδιάρικα” τραγούδια του Μητσάκη, ο Γαβαλάς και το “Σιγανοψιχάλισμα”, οι Μανώλης Χιώτης – Μαίρη Λίντα, τα “Δειλινά Αξέχαστα” και ο Πωλ Άνκα! Ο Στέλιος δεν ήταν στις επιλογές τους. Εγώ πάλι δεν έχω ακούσει ΠΟΤΕ μου Ρέμο και δεν ξέρω τραγούδι του. Για τους νεότερους ούτε λόγος. Επίσης δεν μου άρεσε ποτέ ο Τόλης αλλά μόνο ο Στράτος και η Μοσχολιού. Ο Ξυλούρης, ο Μητροπάνος και ο Νίκος Δημητράτος. Επίσης γουστάρω την Άντζελα και το “Θα μιλήσω όταν θέλω να μιλήσω” και την Στανίση με το “Συγγνώμη κύριε, ποιός είστε;” αμφότερα, άκρως φεμινιστικά.