Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
* Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών
[επαναφορά παλαιών απόψεων για να τα διαβάσουν οι νέοι υπεύθυνοι της UEFA/FIFA]
Αισθάνθηκε μιά δαγκωνιά στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του
Νίκος Μοσχοβάκης, Απριλίου Ξανθίσματα
Το ποδόσφαιρο, η μπάλα, είχε αναδειχθεί σε δημόσιο θέαμα από τον προηγούμενο αιώνα, αφορούσε κυρίως τα μεσαία στρώματα και διαμόρφωνε πρότυπα συμπεριφοράς. Επρόκειτο δηλαδή για μια διαδικασία πολιτισμού, κοινωνικότητας και ελεύθερης χρήσης του ελεύθερου χρόνου.
Το ποδόσφαιρο αποτελούσε το σύμβολο μιας αυτόνομης κουλτούρας της εργατικής τάξης («της κουλτούρας του φτωχού») μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ποδόσφαιρο είχε οργανωθεί σε κοινοτική βάση και έδινε σ’ εκείνες τις γενιές των εργατών την αίσθηση της ένταξής τους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα καθώς και την ευκαιρία (κύρια μέσα από αγώνες μεταξύ «χωριών») να βγαίνουν λίγο από τον εργ(οστ)ασιακό χώρο.
Γύρω στα 1960 η επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου και η αστικοποίηση (στη σύνθεση) των θεατών έφερε αρκετές μεταβολές ακόμα και στα ίδια τα στάδια (στέγες για τη βροχή, μπαρ, καθίσματα με μαξιλάρια), με εξαίρεση το χώρο απ’ όπου παρακολουθούσαν το ματς όσοι αγόραζαν «φτηνό εισιτήριο» και όπου τους παρακολουθούσαν οι αστυφύλακες και τα σκυλιά.
Ακόμα και οι μελέτες γύρω από το «χουλιγκανισμό» συμφωνούν σε ένα τουλάχιστον σημείο: πρόκειται για ένα φαινόμενο που αναφέρεται σε νεανικό πληθυσμό (17-21) ετών, εργατικής κυρίως καταγωγής, προερχόμενοι από συνοικίες όπου η «συμμορία» είναι μια από τις προσφιλείς μεθόδους κοινωνικοποίησης των εφήβων. Η «γαλαρία» των γηπέδων ταυτίζεται με την ένταξη σε μια υποκουλτούρα της εργατικής νεολαίας και οι εκδηλώσεις τους δεν στρέφονται μόνον εναντίον των οπαδών της αντίπαλης ποδοσφαιρικής ομάδας, αλλά και εναντίον των εκφραστών της αντίπαλης κοινωνικής ομάδας, δηλ. εκείνων που κάθονται στα «μαξιλαράκια».
Η ‘μπάλα’ ως άθλημα, εκφράζει αξίες όπως: συμμετοχή σε μια κοινότητα, εχθρότητα τοπικιστική, καβγάς, πιοτό για τη νίκη, φυσική δύναμη και ανδρισμός.
Το ποδοσφαιρικό ματς ως μαζική εκδήλωση επιτρέπει την «οργάνωση ομάδων» και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών κατά και μετά τον αγώνα.
Η διεθνοποίηση και εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου διεύρυνε το σχίσμα ανάμεσα στον «ομάδα» και το «κοινό» της. Η ομάδα έχει ξένες βεντέτες και πατρονάρεται από πλούσιους εφοπλιστές και το κοινό το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να «φωνάζει στις εξέδρες». Και φωνάζει άλλοτε τοπικιστικά (π.χ. Λάρισα κατά Βόλου), άλλοτε κοινωνικά (π.χ. ερασιτεχνικό σωματείο κατά εφοπλιστικού επαγγελματικού), άλλοτε εθνικά (π.χ. Ελλάδα κατά Αλβανίας) και άλλοτε «ρατσιστικά» (π.χ. λευκοί κατά μαύρων).
Έτσι χάθηκε η «αναζήτηση της ισότητας» μέσα από τον αγώνα κι εδραιώθηκε μία μοιρολατρική αποδοχή της κοινωνικής ιεραρχίας η οποία καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της εξαφάνισης των ανισοτήτων, μεταβάλλει δηλ. το ποδόσφαιρο σε «θρησκεία». Η ανισότητα που περιθωριοποιεί μεταμορφώνεται μέσα στο γήπεδο σε διαφορετική συμπεριφορά και τα ατομικά αδιέξοδα καλύπτονται μέσα στη συλλογική αναγνώριση.
Ας μην ξεχνάμε ότι παλαιότερα παίκτες και οπαδοί προέρχονταν από την ίδια [εργατική] τάξη, εμφορούνταν από τις ίδιες αξίες και η οποιαδήποτε ήττα ή μεροληπτική απόφαση εκλαμβάνετο ως ταξική διάκριση από τη μεριά των κυρίαρχων του κοινωνικού παιχνιδιού. Η ταύτιση του οπαδού με την ομάδα σήμαινε και ταύτιση της μοίρας του με την πορεία της ομάδας. Μικρές κοινωνίες με εξωτερικά εμβλήματα και δικά τους συνθήματα απεδείκνυαν στον εαυτό τους και στους «άλλους» ότι είναι κάποιοι, ότι ΥΠΑΡΧΟΥΝ.
Είναι άλλωστε γνωστόν ότι το ποδόσφαιρο τροφοδοτεί τη δημοκρατική φαντασίωση της ισότητας.
Είναι επίσης δεδομένο ότι γύρω από τον αθλητισμό διατυπώνονται ιδεολογήματα περί ανωτέρας φυλής, εθνικής υπεροχής, και άλλα συναφή που αρκετές φορές οδήγησαν σε περιπέτειες τους λαούς.
Επιτυγχάνεται όμως η κοινωνική συναδέλφωση μέσω της «μπάλας» ή ακόμα καλύτερα έχουμε την εν λευκώ προσχώρηση στο κοινωνικό συμβόλαιο μέσω της αλάνας ή έστω του «ξερού γηπέδου»; Ή μήπως όλα παίζονται στο «χορτάρι» και στα θεωρεία των επισήμων;
Ο αθλητισμός μπορεί να διευκολύνει την κοινωνική και πολιτισμική ένταξη του ατόμου-πολίτη μέσα σ’ ένα σύστημα αξιών, αρκεί να υπάρχει ο κοινός παρονομαστής των «τρεχουσών αξιών» μιας σύγχρονης οργανωμένης κοινωνίας με «τα πανανθρώπινα σύμβολα και μηνύματα» που διαρκώς –υποτίθεται ότι– θυμίζει και αναπαράγει το αθλητικό ιδεώδες.
Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό σήμερα; Μπορεί να συνυπάρξει το καθημερινό, το αγοραίο, η επιβίωση με το ανιδιοτελές, το αφιλοκερδές, τη μπέσα, τη φιλία;
Δυστυχώς όχι.
Η γεύση του παιχνιδιού είναι πιο παγκόσμια από τη γεύση του ψωμιού (Emile Borel). Όμως η βία, το ντόμπινγκ (φαρμακοδιέγερση), το ψευτοθέαμα, το στημένο παιχνίδι, ο οργανωμένος φανατισμός, τα άνομα συμφέροντα και η πολιτική/κομματική (δήθεν) αντι-παρά-θεση έχουν αλλοιώσει την έννοια και το περιεχόμενο του «παιχνιδιού».
Ίσως η μπάλα στην αλάνα της γειτονιάς να μην αποτελεί έναν απλό ρομαντισμό της γενιάς μας αλλά τη μόνη βάση επανασύνδεσης «σώματος-ψυχής-παρέας-φανέλας-ομαδικότητας-ταυτότητας», δηλαδή επαναφοράς της μπάλας «στο κέντρο του γηπέδου» [ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τον καθένα και για την κοινωνία].
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr
GREEK RESTAURANT – NEW YORK 253-17 NORTHERN BLVD