Η Ντόρα Αρκουλή είναι Ψυχολόγος με ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ΜΔΕ στην ‘Προαγωγή Ψυχικής Υγείας και Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών’, από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, καθώς και Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ακόμη με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο.
PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
Πολύ συχνά αναρωτιέμαι τι γεννά τις τόσο θέσφατες (ενίοτε ευέξαπτες ή και υβριστικές…) διαδικτυακές τοποθετήσεις, επί παντώς του επιστητού. Αναρτήσεις, που με το πάτημα ενός κουμπιού, κατακεραυνώσουν κάθε αντίθετο με το ρεύμα της πολιτικής ορθότητας σχόλιο. Ένα χαζό δημοσιογραφικό χιουμοράκι ή ένα άκαιρο (και άστοχο) μοίρασμα περί ‘βίαιου πάθους’ στις ερωτικές σχέσεις, ακόμα και από συγγραφέα της καρδιάς μας, μοιάζουν σταγόνες που ξεχειλίζουν το ποτήρι της ανοχής, ικανές να γίνουν ορυμαγδός υβριστικού ποταμού απέναντι στον πομπό τους. Τοποθετήσεις με τις οποίες όλοι φαντάζομαι κάποιες φορές μπορεί να συμφωνούμε φανατικά ή να απορρίπτουμε μετά βδελυγμίας. Απόψεις, σε τελική ανάλυση, αναδυόμενες για κάποιους από το πεδίον της δράσης και για κάποιους άλλους απ’ το ‘καναπεδίον’ της ασφάλειας του σαλονιού ή, πιο συγκεκριμένα, του πληκτρολογίου. Κοινότοπο πλέον το σκηνικό της κοινωνικής δικτύωσης: Τίποτα δεν πέφτει κάτω πια.
Τι μάς κάνει τόσο ευέξαπτους διαδικτυακά; Πρόκειται για καταστάλαγμα ενδελεχούς έρευνας; Απόρροια στρατηγικού σχεδίου για ίδιον όφελος; Ανάγκη υπερασπιστικής λογικής του ‘στίγματος’ που έδωσαν με το παράδειγμά τους χαρισματικές προσωπικότητες; Καθήκον υπηρέτησης ανώτερων σκοπών της ύπαρξης; Αποτέλεσμα άκριτης ‘υποταγής’ σε δόγματα ‘γκουρού’ αισθητικής ανάλογης του Μπάμπη του Σουγιά και κάθε άλλου αλανιού αγαθών… προθέσεων; Άμυνα σθεναρής αντίστασης στην καθέδρας ισχύουσα νοοτροπία; Σκεπτικό πολυφωνικής έκφρασης απέναντι στη μονομανία των μαρκουτσοφόρων; Μια ‘υβρεοποιία’ όπως σοφά θα περιέγραφε ο Φοίβος Δεληβοριάς… έτοιμη λεοντόκαρδα ν’ αντιπαρατεθεί στους έξωθεν κίνδυνους, σε Φράγκους κι Αγαρηνούς; Επιθυμία για επαφή, σύμπνοια και επικοινωνία μέσω συσπείρωσης συγκλινόντων απόψεων και εξοβελισμού του απειλητικού και του ανοίκειου στοιχείου;
Προφανώς δεν έχω απάντηση και δεν τρέφω αυταπάτες: για τον καθένα είναι κάτι διαφορετικό. Τι όμως είναι τελικά οι γνώμες; Έχουν αξία κωλ…/ίδας που έχουν όλοι από μία, όπως τονίζει ο Κλιντ Ίστγουντ κινηματογραφικά; Ή έχουν τη δυναμική να συνεισφέρουν στο τραπέζι της αναζήτησης απαντήσεων; Και είναι γνώμες εμπεριστατωμένες, βιωμένες ή έστω βασισμένες σε διερεύνηση, ή διαμεσολαβημένες από τη ‘θέαση’ και άρα καταδικασμένες Ντε Μπορικά; Και τότε; Αυτό που βλέπω ως αντικειμενικό; μάλλον …δεν είναι; έχει απωλέσει την αξία των οντολογικών του στοιχείων; Ποιες είναι οι πηγές μας; Μήπως πέφτουμε στην παγίδα να αναπαράγουμε νέα και προσφιλείς ή απεχθείς ιδέες χωρίς να τις διασταυρώνουμε; Τι είναι και τι δεν είναι fake; Μιλάω για κάτι που ίσως δεν γνωρίζω;
Προφανώς και δεν πρόκειται να υπερασπιστώ κάθε είδους hater, κουρδισμένου να σοκάρει, να τρολάρει ή να πληγώσει ψυχές, εξαπολύοντας οχετό (εξάλλου, για να παραπέμψω και πάλι στην υβρεοπομπή του Φοίβου, ‘στη γλώσσα ψάχνω μια αρχαία πηγή’…). Ωστόσο, κάτι από το πάθος της πρωτόλειας έκφρασης της άποψης, ακόμα και με δογματικό τρόπο, αισθάνομαι να αφορά την πιο ισχυρή από ποτέ, μάλλον, υφέρπουσα ανάγκη για ανα-κατασκευή ταυτότητας. Η παλιά ταυτότητα, σε πείσμα των πανδημικών καιρών, μοιάζει να συνταράσσεται από τα στενά περιθώρια των καραντινιασμένων, σκουριασμένων (και ψεκασμένων ενίοτε) μεγάλων αφηγήσεών της. Μια ταυτότητα σε αναμονή… να διευρύνει τα όριά της για να συμπεριλάβει τη διαφορετικότητα και τις νέες ιδέες πρόσληψης της πραγματικότητας, απεμπολύοντας στερεότυπα και αυταπάτες. Η σθεναρή, πομπώδης και σκωπτική συχνά …άποψη, μοιάζει κατά κάποιο τρόπο να αφορά (και) την ανάγκη να σταθούμε όρθιοι και στα πόδια μας. Να πατήσουμε στις δικές μας δυνάμεις και να εφεύρουμε νέα σχήματα που θα χωράνε τα όνειρα και τα νοήματά μας. Ίσως ο κυνισμός να είναι το στάδιο που πρέπει να περάσουμε πριν ο θυμός γίνει πρόταση.
Η συγκρότηση ταυτότητας στον απόηχο του ‘ποιος εκπροσωπεί καλύτερα τα συμφέροντά μου’, προδόθηκε… Οι καιροί που υιοθετούσαμε δανεικές ταυτότητες, για να διολισθήσουμε ως άλλοι Ιονεσκικοί Ρινόκεροι στην Γκραμψιακά ‘ηγεμονική’ (προεξάρχουσα) θεώρηση των πραγμάτων, με πρόσχημα ότι ‘οι ιθύνοντες γνωρίζουν καλύτερα και θα μάς προστατέψουν στο τέλος’, αυτοκτόνησε στα βράχια της Ιστορίας. Το σορτάρισμα επιβίωσης πάνω στη χασούρα των άλλων αποδείχτηκε μια όχι και τόσο καλή ιδέα, αλλά τοξική μες στην πονηριά της, αφού ο μουτζούρης εκπυρσοκρότησε στα δικά μας χέρια (εξού και το λαϊκό ρητό, όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου, πέφτει ο ίδιος μέσα). Το αυτό-παραμύθιασμα ότι οι ήχοι των βιολιτζίδων μάς ‘χορεύουν στο τέλος της αγάπης’, (και όχι στα ‘κρεματόρια’), όπως γλαφυρά υπογραμμίζει ο Λέοναρντ Κοέν (για τους μοιραίους των θαλάμων αερίων), αναχώρησε, ανεπιστρεπτί. Κάτι άλλο είναι που ηχεί… και μάλλον προσπαθούμε να το αφουγκραστούμε.
Λίγο πριν το κορυφαίο σκαλοπάτι του πόντιουμ, η μικρόσωμη αθλήτρια Simone Biles αυτό το απολωλός πρόβατο του αμερικάνικου ονείρου, τολμά το απονενοημένο για τα αθλητικά χρονικά, μεγαλόσχημο άλμα… εξόδου! Αντί για Τσενγκ και ‘τόλουπ’, βουτάει προς την πόρτα… εγκαταλείποντας αγώνα και βάθρο (γλιτώνοντας έτσι ίσως τη βουτιά στο κενό…). «Έχασα την αίσθηση του σώματός μου στον αέρα», θα εξηγήσει στον προπονητή της υποδηλώνοντας την ασαφή αίσθηση εαυτού(;), κάτω από μια τεράστια πίεση. «Είναι φρικτό να παλεύεις με το ίδιο σου το μυαλό» θα πει η ίδια για να επιβεβαιώσει τον κανόνα που θέλει να οδηγείται σε παρόμοια κατάσταση όποιος κωφεύει μπροστά στα στρεσσογόνα σημάδια που δίνει ψυχή τε και σώματι ο οργανισμός. Τρία χρόνια νωρίτερα, η Biles, όπως είναι γνωστό, δήλωνε όπως και άλλες 130 συναθλήτριές της, θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον τότε αθλίατρο της εθνικής ομάδας των ΗΠΑ, Larry Nassar. Η Γυμναστική Ομοσπονδία απάντησε κάτι σαν ‘σκάσε και κολύμπα… σ’ έχει αγκαλιά η Αμερική’ κατά το γνωστό άσμα. Η Biles, ο Phelps, η Osaka, ο Ιακωβίδης είναι μερικοί μόνο από τους αθλητές που παραπέμπουν στις ανεπαρκείς θεσμικές φιγούρες που αδυνατούν να προστατέψει τα ‘παιδιά’ τους. Τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο πια μετά από μια τέτοια διαπίστωση.
Οι περιπτώσεις των αθλητών, ως πρόσωπα της επικαιρότητας, αντιπροσωπεύουν ένα μόνο μικρό κεφάλαιο του τέλους των Μεγάλων Προσδοκιών. Του τέλους της αθωότητας και της άκριτης εμπιστοσύνης. Όταν τόσοι αθλητές (όπου ‘αθλητές’ μπορεί να αντικατασταθεί με ‘άνθρωποι’) εξωθούνται στα όρια της σωματικής και ψυχικής καταπόνησης, εξαντλούνται και τελικά καταρρέουν, αναρωτιέμαι στο όνομα ποιων Αξιών και υπό τις φτερούγες ποιων τυχάρπαστων ‘Εμπνευστών’ υπογράφουν την προσωπική τους καταδίκη.
Οι αυτόκλητοι τιμητές της παράδοσης των αυτονόητων… αφηγήσεων, απαντήσεων, λύσεων, είναι πλέον πασέ. Κανείς δεν τους χρειάζεται και κανέναν δεν πείθουν. Τα ιδανικά μοιάζουν δανεικά… όταν υπαγορεύονται από ειδήμονες παρωχημένης επιχειρηματολογίας. Η αυταξία, ο αυτοπροσδιορισμός και η συζήτηση μοιάζει ίσως η μόνη απάντηση για τη συγκρότηση νέων επικαιροποιημένων ταυτοτήτων και αξιών. Κανείς δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά μας καλύτερα από εμάς τους ίδιους. Η συζήτηση έχει αρχίσει. Έστω και δογματικά.