Η Τζούτζη Μαντζουράνη είναι ποιήτρια και έχει σπουδάσει Γαλλική Λογοτεχνία και Γαλλικό Κινηματογράφο στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α.
Φωτογραφία: @Akanthos @Stefanos Zissopoulos
«ΣΑΠΟΥΝΙ ΚΑΙ ΝΕΡΟ»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΗΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ…
Είχαν βγει την προηγούμενη το βράδυ που η φίλη της, της είχε πει πως ήθελε να της γνωρίσει κάποιον.
Δεν είχε όρεξη, αλλά πίεσε τον εαυτό της να πάει, γιατί ένιωθε πως κάποια στιγμή επιτέλους έπρεπε να τελειώνει με αυτή την “αρρώστια” και το “κόλλημα” που είχε με τον πρώην της.
Ο «υποψήφιος», γύρω στα 60 σκάρτα, μεγαλοεπιχειρηματίας, άνετος άνθρωπος, θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς, ακόμα και συμπαθητικό, χωρισμένος, με μεγάλα παιδιά, με το σκάφος του, τα ακριβά του αυτοκίνητα, καλοζωισμένος και ευχάριστος άνθρωπος.
Όταν κάποια στιγμή έφυγαν από το εστιατόριο εκείνος πρότεινε να πάνε να πιούν ένα ποτό… κάπου οι “δυο” τους.
Αδιάφορος της ήταν κατά βάθος, αλλά δέχτηκε, ούτε κι αυτή ήξερε γιατί…
Από περιέργεια; Ίσως…
Αλλά, μάλλον περισσότερο από Αδιαφορία…
Έφυγαν από το μπαρ, καμμιά ώρα αργότερα.
Την κρατούσε από τη μέση, κι αυτή είχε αφήσει το χέρι του, εκεί, χωρίς να διαμαρτυρηθεί…
Από Αδιαφορία…
Τη συνόδεψε μέχρι το αυτοκίνητό της και όταν τη ρώτησε αν ήθελε να βρεθούν την επομένη, εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της σαν απάντηση, δεν είπε ούτε ναι, ούτε όχι.
Από Αδιαφορία…
Της τηλεφώνησε το άλλο μεσημέρι, για να της δώσει ραντεβού, πάλι κάτω, στη θάλασσα, στο σκάφος του της είπε… και από ‘κεί θα έβλεπαν τι θα έκαναν.
Κανόνισαν την ώρα, και έκλεισαν το τηλέφωνο χωρίς να πούνε περισσότερα.
Δεν ένοιωσε ότι είχε και κάτι περισσότερο μαζί του, έτσι κι αλλιώς…
Όταν έφτασε στο Φάληρο, στη μαρίνα, του τηλεφώνησε στο κινητό για να της πει πού θα τον συναντούσε ακριβώς.
Παρκάρισε το αυτοκίνητό της και τον περίμενε να έρθει να τη βρει. Χαιρετήθηκαν μάλλον τυπικά, και κάπως αμήχανα…
Αλλά έτσι κι αλλιώς, όλο αυτό της ήταν αδιάφορο…
Εκείνος της έδειχνε το μέρος, τη μαρίνα, το εστιατόριο, το κλαμπ, μάλλον από αμηχανία, παρά γιατί πίστευε ότι αυτή δεν τα ήξερε…
Κι εκείνη, τον άκουγε και έβλεπε όλα όσα της έδειχνε, ευγενικά και σιωπηλά…
Από αδιαφορία…
Όταν έφτασαν στο σκάφος του και πριν ακόμα αυτός προλάβει να της το πει, εκείνη έβγαλε τα παπούτσια της και προχώρησε στη ξύλινη σκάλα.
-“Δεν χρειάζεται να βγάλεις τα παπούτσια σου” της είπε.
-“Πάντα τα βγάζω “ του απάντησε.
-“Στο σκάφος, και ιδίως σ’ ένα τέτοιο όμορφο ξύλινο σκαρί, είναι ιεροσυλία να ανεβαίνεις με παπούτσια”…
Κι έτσι, έβγαλε τα παπούτσια της.
Και μετά από δυο-τρία τσίπουρα, έβγαλε και την μπλούζα της, και μετά και το παντελόνι της.
Και στη συνέχεια, έβγαλε και τα εσώρουχά της.
Και τον άφησε να τη χαϊδεύει, και να τη φιλάει παντού…
Και αυτή, έκλεινε τα μάτια, και καθόταν ψυχρή και ακίνητη…
Από αδιαφορία…
Και μετά, σηκώθηκε νωχελικά και πήγε στο μπάνιο.
Έπειτα, φόρεσε ξανά τα ρούχα της και πίνοντας την τελευταία γουλιά από το τσίπουρο στο ποτήρι της, του είπε, “είναι αργά, πρέπει να φύγω”…
Και έσκυψε και τον φίλησε απαλά, αλλά αδιάφορα στο μέτωπο…
Μπήκε στο αυτοκίνητό της και οδήγησε μέχρι το σπίτι της στα ΒΠ, στην άδεια Εθνική, τρέχοντας με 160 χλμ.
Και ενώ το κακόμοιρο το αυτοκίνητο μούγκριζε, γιατί δεν άντεχε άλλο, εκείνη συνειδητοποιούσε ότι δεν την ενδιέφερε ακόμα και αν τράκαρε …
Της ήταν αδιάφορο ακόμα και αν σκοτωνόταν…
Τη μεθούσε η δυνατή μουσική που έπαιζε στο ραδιόφωνο…
Τόσο καιρό μετά, ακόμα σκεφτόταν εκείνον, κι ας έβγαινε με άλλους άντρες.
Έβγαινε, από… αδιαφορία…
Και σιγά-σιγά, αυτή η αδιαφορία, μεταμορφωνόταν σε αηδία.
Αηδία για τη ζωή της, αηδία για τους ανθρώπους, αηδία για όλα όσα ζούσε…
Για ό,τι είχε ζήσει, για ό,τι είχε πιστέψει και είχε αποδειχτεί ψέμα, λάθος, βλακεία της…
Για όλα όσα είχε περιμένει στη ζωή της και της είχαν έρθει ανάποδα, για όλους όσους της είχαν πει τόσα και δεν είχαν κάνει ποτέ Τίποτα…
Έφτασε στο σπίτι της και γδύθηκε βιαστικά.
Μπήκε στο μπάνιο και άφησε το νερό να κυλήσει πάνω στο σώμα της.
Έβαλε σαπούνι στο σφουγγάρι και άρχισε να τρίβει το κορμί της με μανία.
Ένιωθε την ανάγκη να βγάλει από πάνω της αυτή την αδιαφορία που είχε κολλήσει στο πετσί της.
Ακόμα κι αν χρειαζόταν να ματώσει…
Γιατί, αυτή η αδιαφορία που ένιωθε είχε πιά μετατραπεί σε αηδία και αυτή η αηδία την αρρώσταινε…
Μα δεν έφευγε, λες και είχε ήδη μπει μέσα στο αίμα της και κυλούσε πια στις φλέβες της…
Κυκλοφορούσε μέσα στο κορμί της, κι αυτή δεν έκανε τίποτα γι’αυτό, στεκόταν μόνο απαθής, την άφηνε να την δηλητηριάζει…
Έτσι απλά,
Από αδιαφορία…
Τ.Μ. (Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου, που δεν θα τελειώσω, νομίζω, ποτέ…).
Σημείωση: Θα εκφράσω την γνώμη μου , και ας με κράξουν οι πολύ “ευαίσθητες”… Αν δεν τα θέλεις, η/και αν στο βάθος του μυαλού σου δεν τα ζυγίζεις γρήγορα, να δεις αν σε συμφέρει, δεν κάθεσαι. λες, με συγχωρείς πρέπει να ταΐσω το χρυσόψαρο και φεύγεις… Αλλιώς, την μόνη περίπτωση που δέχομαι εγώ είναι να σε πιάσουν στην γωνία που περπατάς αμέριμνη 3 μαντραχαλάδες με το ζόρι και να σε βάλουν κάτω. Αυτό ναι είναι βιασμός. Το άλλο, είναι 50-50. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά κατά βάθος, κάτι υπολογίζεις να κερδίσεις από αυτό αν κάτσεις. Και ναι, είναι ψυχικός βιασμός αλλά, αυτός τον βιασμό τον προκαλείς εσύ η ίδια στον εαυτό σου. Δεν στον προκαλεί ο άλλος. Ο άλλος είναι ξεκάθαρος. Εσύ, τι δεν καταλαβαίνεις; Όταν κάποιος σε καλεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, μετά από ένα δείπνο με ποτά και τα σχετικά, δεν σε φωνάζει για φιλοσοφική συζήτηση… Εμένα τουλάχιστον στα δικά μου χρόνια, δεν με φώναξε κανείς για causerie σε δωμάτιο ξενοδοχείου. Και όπου πήγα, πήγα συνειδητά ότι δεν θα αναλύσω τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη πρώτα… μετά, μπορεί…
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr