Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Προ τετελεσμένου…, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Αγαπήθηκαν οι δυο τους με παράφορο πάθος. Γνωρίστηκαν πάνω στα βουνά που έβοσκαν τα κοπάδια τους  κι έπινε νερό ο ένας από τις χούφτες του άλλου. Ο Κωνσταντής στα είκοσι τέσσερα, στα είκοσι δυο η Ρηνιώ. Έρωτας δυνατός, σχέση που την ζούσαν και οι δυο πέρα από τα όρια της λογικής και του καθωσπρεπισμού, μα η γνώμη του πατέρα της όταν έφθασαν στα αυτιά του από τις κακές γλώσσες οι έρωτες της κόρης του, ‘όρθωσε’ τα πόδια: ‘τέρμα, έως εδώ. Όσο ‘έπαιξες’ με τον λεγάμενο πάνω στα βουνά, έπαιξες, πουλάω και το κοπάδι και βουνό δεν ξαναβλέπεις’. Έπεσε του θανατά η Ρηνιώ, μα να μιλήσει και να βγάλει κουβέντα ούτε που της το επέτρεπε. Κλείστηκε στο σπίτι και μετά από καιρό πήρε την απόφαση να πάει σε μοναστήρι για να ‘ξεπλύνει’ τα φιλιά, να αγιάσει.

Ο Κωνσταντής, σκέτο δηλητήριο προσπαθούσε να βρει τρόπο επικοινωνίας μαζί της αλλά οι δρόμοι ήσαν κλειστοί, παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω. Όποιον γνωστό της Ρηνιώς τύχαινε να συναντά της έστελνε τους χαιρετισμούς του συνιστώντας της να κάνει υπομονή. Στο παζάρι της Παρασκευής επισκέφθηκε τον πάγκο του με τα τυριά μια φίλη της Ρηνιώς από την οποία ζήτησε με πολλά παρακάλια να του δώσει μια φωτογραφία της που είχε βγάλει με την Ρηνιώ στο αγνάντιο του χωριού με φόντο τα βουνά και το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία. Η φίλη της μετά από ημέρες και με την υπενθύμιση ‘μη μάθει η Ρηνιώ κάτι’, του την έδωσε μυστικά. Έκοψε τότε ο Κωνσταντής στη μέση τη φωτογραφία, κράτησε την μισή με την Ρηνιώ, έβγαλε κι αυτός μια φωτογραφία μόνος του  στο ίδιο μέρος και μετά από ένα μήνα περίπου που ξανά πήγε στο παζάρι έδωσε στον φωτογράφο τις δυο φωτογραφίες με γραπτή την υπενθύμιση: ‘οι δυο να γίνουν μία’.

Πλησίαζε το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο Σύλλογος του χωριού διοργάνωνε εκδήλωση με ομιλίες, μπουζούκια, γλέντια τρικούβερτα. Ο Κωνσταντής πάνω στον πόνο του, στην έκδηλη αγάπη μου για μια κοπελιά που ήθελε να την κάνει οπωσδήποτε γυναίκα του κι ας πλήρωνε ό, τι τον χρέωναν, σηκώθηκε να χορέψει. Κι εκεί επάνω στον χορό του έπεσε το πορτοφόλι από την τσέπη στο οποίο είχε την φωτογραφία ‘κατά λάθος’ στα χέρια του πατέρα της Ρηνιώς που καθόταν στα μπροστινά καθίσματα, κοντά στην πίστα του χορού. Όταν ο Κωνσταντής τον αντελήφθη ότι έπιασε το πορτοφόλι ανοιχτό όπως ήταν με την φωτογραφία και κατακόκκινο το πρόσωπό του, δεν τα έχασε παρά φωνάζοντας στο γκαρσόνι παρήγγειλε: ‘ένα κιλό κόκκινο κρασί στον κύριο Αρτέμη παρακαλώ, τον πατέρα της Ρηνιώς για να συναινέσει στο ότι ‘έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν…’.

   

SHARE
RELATED POSTS
«Γηράσκω αεί διδασκόμενος». Έτι δέ μάλλον, διαβιώ τρόπον τινά, καί αενάως εκπληττόμενος, του Κωστή Μεϊντάνη
Κεράκια, του Χρήστου Χωμενίδη
Δημήτρης Κατσούλας
Νοσταλγοί παλιών εποχών, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.